Ο διαβάτης περνώντας μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη μπορεί να διαβάσει: ΧΕΡΣΩΝ – ΣΕΡΜΠΚΑ – ΟΔΗΣΣΟΣ – ΣΕΒΑΣΤΟΥΠΟΛΙΣ – Αναφέρονται στην εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919 – Όταν η Ελλάδα έστελνε 23.000 στρατιώτες στο χάος
Η ιστορική μας μνήμη ως λαού και ως ατόμων είναι κάποτε διάτρητη, συχνά επιλεκτική» όχι σπάνια σκοτισμένη, άλλα ακόμα και άδικη. Αυτό είναι κακό.
Έθνη πού ξεχνούν, ξεχνιούνται Πείρα πού αποκτήθηκε με θυσίες» πάει χαμένη. Οι θυσίες οι ίδιες διαγράφονται.
Αυτοί δε πού θυσιάστηκαν παραμερίζονται από αμφίβολους ανταγωνιστές.
Ο διαβάτης, περνώντας από τον Άγνωστο Στρατιώτη, μπορεί να διαβάσει ανάμεσα στους άλλους τόπους πού θεωρήθηκαν άξιοι να χαραχθούν εκεί ώστε να μην τους σκεπάσει η λήθη, και τους έξης: Χερσών – Σέρμπκα – Όδησσσος – Σεβαστούπολις. Αναφέρονται στην εκστρατεία της Ουκρανίας.
Τα πρόσφατα συμβάντα στη χώρα αυτή αποτελούν, ασφαλώς, αποχρώντα λόγο για μια αναφορά σε γεγονότα και ανθρώπους πού βρίσκονται μάλλον μακριά από τις καθημερινές σκέψεις των σημερινών Ελλήνων.
Στα 1919, εδώ και 95 χρόνια, επικρατούσε στην Ουκρανία το χάος. Μεταξύ 1917 και 1920 το Κίεβο άλλαξε χέρια εννέα φορές.
Η ρωσική αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει οι Μπολσεβίκοι προσπαθούσαν να επικρατήσουν, οι οπαδοί του παλαιού καθεστώτος υπό την ηγεσία διαφόρων «λευκών» στρατηγών και ναυάρχων τους αντιμάχονταν, οι Πολωνοί είχαν διεκδικήσεις οι Ρουμάνοι ανησυχίες, γερμανικά στρατεύματα, κατάλοιπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στάθμευαν ακόμα στο ουκρανικό έδαφος.
Ποικίλες φυσιογνωμίες εμφανίστηκαν τότε στο προσκήνιο της χώρας αυτής, για να εξαφανιστούν σύντομα: ο γερμανόφιλος αταμάνος Σκοροπάντσκι ο εθνικιστής Πετλιούρα, ο αναρχικός Μαχνό.
Οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις, νικήτριες του Παγκοσμίου Πολέμου, έβλεπαν απολύτως αρνητικά την επικράτηση, διατήρηση και εξάπλωση του καθεστώτος των Μπολσεβίκων.
Η ιδεολογία του τους ήταν αντιπαθής, οι πρακτικές του απεχθείς, το θεωρούσαν επικίνδυνο, δεν του συγχωρούσαν ότι τους εγκατέλειψε στη διάρκεια του Πολέμου.
¨θελαν λοιπόν να το εξαφανίσουν ή, τουλάχιστον, να το περιβάλουν με μία «υγειονομική ζώνη» από φιλικές σ’ αυτές και εχθρικές σ’ αυτό, χώρες.
Από τις μεγάλες νικήτριες δυνάμεις, η Γαλλία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Ρωσία.
Οι λόγοι ήσαν ποικίλοι, πολιτικοί και οικονομικοί. Είχε δε στενούς δεσμούς με την Πολωνία και τη Ρουμανία.
Η πρόσβαση από τον Νότο παρουσίαζε κάποια πλεονεκτήματα πού καθιστούσαν την Ουκρανία μια φαινομενικά λογική επιλογή για ένα πρώτο βήμα.
Οι Γάλλοι όμως είχαν κάποιες αμφιβολίες για την επάρκεια των διαθεσίμων δυνάμεων προς έναν τέτοιο σκοπό.
Είχαν επίσης επιφυλάξεις για το ηθικό των κουρασμένων από τον πόλεμο ανδρών τους. Αμφιβολίες και επιφυλάξεις πού επαληθεύτηκαν από τα γεγονότα.
Προτάθηκε λοιπόν στην Ελλάδα να συμμετάσχει.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση εκτίμησε ότι η αποστολή δυνάμεων στο πλευρό των συμμάχων στην Ουκρανία θα εξασφάλιζε τη γαλλική υποστήριξη.
Αυτή θα βοηθούσε σημαντικά στην προώθηση των διεκδικήσεων της Χώρας μας. Διεκδικήσεων πού θα πραγματοποιούσαν ουσιαστικά τη Μεγάλη Ιδέα.
Η κυβέρνηση εκείνη, ή μάλλον ο πολύ μεγάλος πολιτικός πού ήταν επικεφαλής της, ήξερε ότι δεν είναι δυνατόν να ζητάς χωρίς να δίνεις. Το καταλάβαινε και η κοινή γνώμη,
Στο ουκρανικό χάος πού αναφέραμε, στάλθηκαν 23.000 στρατιώτες. Ήταν το Α’ Σώμα Στράτου που έδρευε τότε στην Αθήνα τον καιρό της ειρήνης, με δύο από τις Μεραρχίες του, τη ΙΙ (Αθηνών) και τη XIII (Χαλκίδος) Σωματάρχης ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ με επιτελάρχη τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Οθωναίο.
Οι στρατιώτες, καταγόμενοι από την Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θήβα, τη Χαλκίδα, τη Λαμία και τις περιοχές τους, έφυγαν από τα λιμάνια τής Βόρειας Ελλάδας όπου στάθμευαν τότε, μέσα στον χειμώνα.
Οι πρώτες νηοπομπές απέπλευσαν τον Ιανουάριο του 1919. Ήταν όμως πεπεισμένοι πώς αυτό πού έκαναν είχε νόημα.
Τραγουδούσαν ένα τραγούδι πού κατέληγε:
«Από την Οδησσό σύρνει
ο δρόμος ίσα για τη Σμύρνη.»
Υπήρχε βέβαια τότε και μία πειθαρχία όπως εκείνη πού περιέγραφε ο εκατόνταρχος στον Ιησού: «… εγώ άνθρωπος είμι υπό έξουσίαν τασσόμενος, έχων ύπ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι και πορεύεται και άλλω, έρχου, και έρχεται,…» (Κατά Λουκάν, κεφ. ζ, 8).
Αλλά πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, πώς τα πλοία πού μετέφεραν τα ελληνικά στρατεύματα στα λιμάνια των βορείων ακτών της Μαύρης θάλασσας, περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη.
Και αυτό ήταν κάτι πού δεν άφηνε αδιάφορο τον τότε Έλληνα. Του προκαλούσε ισχυρά συναισθήματα και συνειρμούς πού πήγαιναν πολύ μακριά.
Κάτω από αντίξοες συνθήκες, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα άλλα και πλοία του Πολεμικού Ναυτικού μας, αγωνίστηκαν για να αντιμετωπίσουν έναν ισχυρό και φανατισμένο αντίπαλο.
Δόθηκαν σκληρές μάχες, υπήρξαν σημαντικές απώλειες. Η συνεννόηση και συνεργασία με τους συμμάχους δεν ήταν πάντα ιδανική. Μερικές φορές, αποδείχτηκαν μάλλον προβληματικές.
Οι σύμμαχοι, άλλωστε, είχαν κάποια προβλήματα με τα στρατεύματα και τα πληρώματα τους και συνέβηκε, μάλιστα, να κληθούν τα ελληνικά να επέμβουν, ας πούμε κατευναστικά.
Τελικά, αποφασίστηκε η εκκένωση. Το εκστρατευτικό μας σώμα μετακινήθηκε στη Ρουμανία.
Εκεί, συνέδραμε για ένα διάστημα στη φύλαξη των νέων συνόρων της, από γείτονες πού δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη.
398 Έλληνες στρατιώτες δεν επέστρεψαν από την Ουκρανία.
Οι υπόλοιπα ακολούθησαν, όντως, τον δρόμο από την «Οδησσό ίσα για τη Σμύρνη» και πιο μακριά ακόμη.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τότε Πρωθυπουργός και Υπουργός των Στρατιωτικών, χαιρέτισε «την καλήν συμπεριφοράν», «την γενναιότητα», «την καρτερία» του εκστρατευτικού σώματος και πρόσθεσε πώς «αί θυσίαι και οι κόποι» του, «υπήρξαν ωφέλιμοι προς την Ελλάδα».
Όλα αυτά δίνουν κάποιο δικαίωμα στη μνήμη.
Χριστόφορος Ν. Ματιάτος