
Ποτέ δεν κατάλαβαν το αλφάβητο
των σκέψεων, των λόγων, του είναι της.
Σε τι γλώσσα μιλούσε και τι εννοούσε.
Λες και ήρθε από άλλον πλανήτη
δεν άνοιγε τον εσωτερικό της κόσμο
να εκφραστεί, να νιώσει.
Πάντα κλεισμένη στο καβούκι της.
Φοβόταν να πει τη σκέψη της, τη γνώμη της.
Τα κατάπινε όλα σαν ένα ποτηράκι κρασί σκέτο.
Σαν ένα φάρμακο που δε γιάτρευε
αλλά άνοιγε νέες πληγές.
Κι αυτό γιατί δεν εκφραζόταν.
Δεν άφηνε τα θέλω της να ελευθερωθούν,
να υπάρξουν, να πραγματοποιηθούν.
Ζούσαν καταπιεσμένα μέσα της,
όπως καταπιεσμένη ήταν όλη της η ύπαρξη.
Δεν εμπιστευόταν κανέναν.
Δεν πίστευε σε αγνά, αθώα αισθήματα.
Γενικά στα αισθήματα,
που δεν τα έζησε και δεν τα χόρτασε.
Πώς να τα νιώσει και να τα εκδηλώσει;
Ήταν φειδωλή, απόμακρη, ξένη
σε ό,τι ωραίο ανοιγόταν μπροστά της.
Αυτός μόνο την κατάλαβε
και κοίταξε να της δώσει
ό,τι στερήθηκε, ό,τι της έλειπε.
Να επουλώσει όποια μαχαιριά
της χαράκωσε την ψυχή.
Να επανορθώσει τα λάθη,
και τα σφάλματα των άλλων.
Της έδειξε αγάπη, τη νοιάστηκε,
τη φρόντισε, τη χόρτασε.
Με το πλούσιο είναι του
φόρτισε τις μπαταρίες της.
Κι ως εκ θαύματος το κορίτσι
απελευθερώθηκε, έγινε άλλος άνθρωπος.
Άρχισε να νιώθει τα χρώματα
και την ευωδιά της άνοιξης
Να απολαμβάνει το φεγγάρι του καλοκαιριού.
Να πετάει σαν ελεύθερο πουλί
και να γαληνεύει η ψυχή.
Ανακάλυψε, αισθάνθηκε, μαγεύτηκε,
αγκάλιασε, τραγούδησε, ένιωσε,
ανέτειλε, βλάστησε, χάρηκε!
Απελευθερώθηκε!
Επιτέλους, έζησε!
Τάνια Στεφάνου – Τσαβδάρη
Αλεξανδρούπολη