Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Σκέφθηκα, επειδή η άλλη καθημερινή, μέρα με αρκετές δυσκολίες θα με ταλαιπωρούσε, να πάω νωρίς για ύπνο απόψε ώστε αύριο νωρίς να βγω χρόνο να ετοιμάσω το κομμάτι για την στήλη μου στην Ε.Θ.
Έτσι πρώτα θα περνούσα από τον μπακάλη της γειτονιάς μου αφού αποφάσισα να αλλάξω ξυριστική μηχανή. Διαβολική η αγορά τέτοιων προϊόντων που εφευρίσκει διαρκώς νέα προϊόντα προσπαθώντας να παγιδεύσει τον καταναλωτή.
Στο μπακάλικο του Θόδωρου εκεί απέναντι στο πάρκο Θερμοπυλών, γύρισα την πλάτη στα πλαστικά ξυραφάκια που χρησιμοποιώ τα τελευταία χρόνια και ατένισα με ελπίδα τα ράφια με τις υπερσύγχρονες ξυριστικές μηχανές.
Γιατί παραδέχομαι, ότι ο καινοτόμος και καινοθήρας μπακάλης φίλος Θόδωρος και η εξυπηρετικότατη σύζυγός του κυρία Μαρία, όλο και κάτι καινούργιο θα είχαν στο μαγαζί τους.
Το τι είδαν τα μάτια μου, άλλο πράμα.
Μηχανές με δύο, με τρία και με τέσσερα ξυραφάκια, μηχανές με εργονομικές λαβές, μηχανές που λυγίζουν σαν καλαμιές στον κάμπο, μηχανές που παραμένουν ντούρες στο χέρι σαν το ατσάλι, μηχανές που διώχνουν τα κουνούπια ενώ ξυρίζεσαι.
Τελικά αγόρασα ξανά τα παλιά καλά ξυραφάκια μου. Τα ξυραφάκια με τα οποία έχω ζήσει τόσα χαρούμενα και λυπημένα ξυρίσματα.
Διότι είμαι συναισθηματικός άνθρωπος.
Βγαίνοντας από το μπακάλικο, με σταμάτησε γειτονοπαίδι, φιλικής μου οικογένειας στα Μνηματάκια, μαθητής Λυκείου της Αλεξ/πολης και με εξέφρασε παράπονό του.
“Δεν είναι δυνατόν, κύριε Γιώργο, να μας σερβίρουν ληγμένα παίζοντας με την υγεία μας, παίζοντας με το μέλλον μας”.
Έτσι αποφάνθηκε ο Αντωνάκης μαθητής 2ας Λυκείου, με μεγαλοστομία που θύμιζε βουλευτή, καταγγέλλοντας τους ιδιοκτήτες της καντίνας του σχολείου του.
“Αφού το γνωρίζατε τόσο καιρό το θέμα, όλοι οι συμμαθητές σου, γιατί δεν πηγαίνατε σε έναν εισαγγελέα ή στην Αστυνομία;” ρώτησα εύλογα εγώ.
“Γιατί μην ξεχνάτε, κύριε Γιώργο, ότι είμαστε παιδιά, δεν ξέραμε πως να αντιδράσουμε” απάντησε αθώα ο μαθητής γείτονάς μου.
Μερικά παιδιά γίνονται παιδιά οπότε τα συμφέρει, όποτε δεν έχουν δικαιολογία.
Να απευθυνθεί στους αρμόδιους δεν ήξερε, να τα πει σε εφημερίδα ήξερε. Έτσι έχει μάθει.
Εφιάλτης τάχα. Ξύπνησα, λοιπόν, την άλλη μέρα, κάθιδρος, πνιγμένος στην αγωνία ώσπου να συνειδητοποιήσω και να επιβεβαιώσω ότι καμία διοπτροφόρο μουστακαλού μάγισσα δεν κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι μου, ήταν όλα νυχτερινός εφιάλτης και έξω από αυτόν η τοπική κοινωνία της Αλεξ/πολης δεν μπορούσε να με αγγίξει με τις κοινές γνώμες της.
Γιατί δεν είναι τοπική κοινωνία ο μικρόκοσμος της γειτονιάς στα Τσιμεντένια και Μνηματάκια όπου ζω, ούτε ότι με ξέρουν πέντε – δέκα άνθρωποι που είναι αναγνώστες της στήλης την Ε.Θ. και ούτε ακόμη θεωρείται τοπική κοινωνία οι φίλοι και γνωστοί μου που κάνω παρέα, στο καφενείο του Σάκη, για να μου τραβήξουν το αφτί στα λάιτ αμαρτήματά μου αν κρίνουν ότι ξεπέρασα τα όρια στο παιχνίδι πινάκλ της τράπουλας ή στις καταφερτζούδες πόρτες στο τάβλι.
Με λίγα λόγια κοινή γνώμη δεν είναι η τοπική κοινωνία, ο μικρόκοσμος του μαχαλά μιας αστικής πόλης όπως η Αλεξ/πολη όπου διαβιώνω εδώ και παραπάνω από μισό αιώνα.
Ποια κοινή γνώμη θεωρείται όταν η γειτόνισσά μου κάθε πρωί χαμογελαστή με λέει: “κομμένος μου φαίνεσαι. Σε ακούω, βρε παιδάκι μου, που ξενυχτάς τα βράδια στο φωτισμένο γραφείο σου να γράφεις και να ακούς μουσική. Να κοιμάσαι πιο νωρίς”.
Η κοινή γνώμη είναι μιας άλλης γειτόνισσας που προσθέτει: “Στις πέντε το πρωί έβγαλα τα σκουπίδια είδα ότι είχε φως το δωμάτιο που έχεις για γραφείο. Μα τι έκανες;”
Με αυτά που καθημερινά συναντούσα έξω από το σπίτι μου, αποφάσισα ότι έξω από τους νυχτερινούς εφιάλτες μου για κοινή γνώμη που με βομβάρδιζαν στον ύπνο μου, η τοπική κοινωνία δεν μπορούσε να με αγγίξει, γιατί η πόλη της Αλεξ/πολης είναι πια μεγάλη πόλη τώρα, όπου είμαι άγνωστος στους περισσότερους και έτσι μπόρεσα να ηρεμήσω.
Δεν υπολογίζω ακόμη για κοινή γνώμη την μπακάλισσα κυρία Μαρία του Θόδωρου που με ενημερώνει, με το που την καλημερίζω και ζητώ δέκα φέτες γαλοπούλας και με λέει πιο μπροστά: “Τώρα μόλις τηλεφώνησε και η γυναίκα σου να αγοράσεις και λάδι και φακές αλλά μην ξεχάσεις να πάρεις και μια μαύρη σοκολάτα για κείνη”.
Η κοινή γνώμη είναι όταν στο γυρισμό το μεσημέρι από το μπακάλικο η ίδια σχολαστική επαγγελματίας με ενημερώνει: “Πριν από λίγο είδα την ξαδέλφη σου την Βαγιανή που πήγαινε για την σύνταξή της στην τράπεζα, και αγόρασε από το μαγαζί μου σερβιέτες. Τι τις ήθελε στην ηλικία της;”
Για να με ξαναενημερώσει η ίδια μπακάλισσα την άλλη μέρα ότι συζήτησε με την ξαδέλφη μου γιατί παίρνω τόσο τακτικά γαλοπούλα: “Μα δεν τρώει τίποτε άλλο αυτός ο ξάδελφός σου; Θα σας αρρωστήσει”.
Είναι τάχα η μπακάλισσα που καταγράφει τις κινήσεις μου.
Τελικό συμπέρασμα. Και η κοινή γνώμη, η σεξοπορνοδιαστροφη και ευσεβής ταυτόχρονα κοινή γνώμη μας μιλάει, και μιλάει και μιλάει.
Αποδεικνύοντας ότι μπορεί αν γίνει πολύ κοινή.
Μα πάρα πολύ κοινή.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής