Ούτε ερημίτης, ούτε δέντρο – Οι μηχανικοί του Σιδηροδρόμου έδωσαν στον τόπο μας, το όνομα Δεδέ-Αγάτς

Η ιστορία της πόλης μας ξεκινά από το πρώτο όνομα της, Ντεντε Αγατς (Dedeagac ή Dedeaghadje ή Dedeagh ή Dédéagatch), που στα τουρκικά σημαίνει δέντρο του παππού (dede σημαίνει παππούς και ağaç σημαίνει δέντρο). Έως τώρα ξέραμε ότι η προέλευση του ονόματος οφείλεται είτε στο δάσος των γηραιών δρυών της περιοχής είτε σε ένα δερβίση, που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη σκιά μιας δρυός και, τελικά, τάφηκε δίπλα σε αυτήν.
Ας δούμε πρώτα ποιες είναι οι πηγές μας για τον ερημίτη Δερβιση.
Για τον ερημίτη για πρώτη φορά μας λέει το 1897 ο Αχιλλέας Σαμοθράκης(1879-1944), υπό το ψευδώνυμο Σαρπηδών: «Λέγεται ότι εις ο μέρος υψούται νυν ο φάρος υπό γηραιάν δρυν εμόναζεν Οθωμανός ερημίτης, εις ον οφείλεται και η ονομασία της πόλεως, δένδρον του ερημίτου. Δάσος μέγα εξετείνετο μέχρι της αξένου ακτής ενθα σήμερον η πόλις κρυσφήγετον διαβοήτου ληστείας, ης τα φοβερά άθλα διασώζονται ως απαίσια παράδοσις. Πόσον άγριος ήν ο τόπος. Μόνον ο ερημίτης ηδύνατο να κατοικήσει εκεί εντρυφών εν τη αγριότητι του τόπου και απολαύων της βροντοφώνου μουσικής των επι της ακτής θραυομένων λυσσαλέων του νώτου κυμάτων. Και μόνο η σκληρά δρυς περιφρονούσα πάντα ανθρώπινον φόβον ην η σιωπηλή σύντροφος του θεολήπτου αυτού ανθρώπου.»
Η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια Britannica (11η έκδοση 1910-1911) στο λήμμα -Dedeagatch- αναφέρει την ύπαρξη τάφων δερβίσηδων στην πόλη μας, που έδωσαν το όνομα σε αυτήν, χωρίς όμως να μνημονεύει καμιά γραπτή πηγή (σε μετάφραση από τα Αγγλικά):«το 1871 όταν οι πρώτοι οικιστές της πόλης έσκαβαν τα θεμέλια των σπιτιών τους, βρήκαν πολλούς αρχαίους τάφους. Πιθανόν αυτά ήταν λείψανα όχι της νεκρόπολης της αρχαίας Ζώνης, αλλά μιας μοναστικής κοινότητας δερβίσηδων, της αίρεσης των Dede, που εγκαταστάθηκαν εδώ στο 15ο αιώνα, αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση και έδωσαν το όνομα στην περιοχή».
Ο Α. Ποιμενίδης(1904-1968), πολύ αργότερα, προσπαθεί να δώσει μια ευλογοφανή εξήγηση για την ιστορία του Ντεντέ, χωρίς όμως να παραθέτει πηγές και τεκμήρια με αποτέλεσμα να μην πείθει τελικά:« Πολύ αφελείς επίσης είναι εκείνοι πού λένε ότι ο Ντεντές με το καντήλι που έκαιγε κάτω από μια βελανιδιά, πολλοί το πρόφτασαν και το 1920 να καίει στην βελανιδιά πού βρισκόταν ακόμα μπροστά στο παραλιακό κέντρο «Κύπρος» ήταν ό κράχτης των οικιστών του Ντεντέ-άγάτς. Ο Ντεντές ήταν ένας ερημίτης από τoυς πολλούς πού υπήρχαν τότε στους δύο Τεκέδες, της Μάκρης και του Λουτρού, για τούς οποίους πολλά λέγει o περιηγητής Eλβιγιά Τσελεμπή. Διάλεξε τη ρωμαντική τότε τοποθεσία, πού κατέχει σήμερα η πόλις μας και πού, να προσθέσετε ακόμα, τότε είχε άφθονα νερά, όπως φαίνεται και στην τοποθεσία “Μάννα του Νερού”. Τέτοιες πηγές πολλές θα είχε τότε όταν το λεκανοπέδιο μας ήταν απέραντο δάσος πού έφτανε ως τα κράσπεδα της θάλασσας. Ο Ντεντές αυτός του Τεκέ της Μάκρης ή των Λουτρών-Λίτζα, Φερών, Τραϊανουπόλεως όπως μπερδεμένα λέγονται-ίσως να ήταν σταλμένος από τον προϊστάμενο του αυτού για να βοηθεί τυχόν ναυαγούς γιατί ή θάλασσά μας εδω είναι πολύ άγρια και πολλά ναυάγια σημειώθηκαν και το φανάρι του γι’ αυτόν το σκοπό το έκαιγε, για να οδηγούνται οι ναυαγοί κατά τις έωσφορικές νύχτες της μανιασμένης νοτιάς, προς αυτόν και απ’ αυτόν ή άλλους βοηθούς του, πρός τούς Τεκέδες, πού ήταν ξενώνες φιλόξενοι των οδοιπόρων ή των καραβανιών, που απ΄ εδώ περνούσαν ακολουθώντας την Εγνατία οδό.»

Η εξήγηση του Ποιμενίδη θυμίζει το θεσμό της ναυαγιαίρεσης. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρχε νόμος που απαγόρευε την τοποθέτηση παραπλανητικών σημείων και φανών κοντά στις ακτές για την πρόκληση ναυαγίων και τη σύλησή τους. Παρά τα κατά καιρούς διατάγματα, που απαγόρευαν τη σύληση ναυαγίων και τις σκληρές ποινές, οι παραβάτες πλήθαιναν σημαντικά. Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Κομνηνός μάλιστα είχε διατάξει τον απαγχονισμό των κλεπτών ναυαγίων στον ιστό του πλοίου ή στο πρώτο δένδρο της ακτής, μέτρο το οποίο τελικώς δεν απέφερε αποτελέσματα μεγάλης διάρκειας.
Ο Αθανάσιος Κριτου στο βιβλίο που εξέδωσε το 1995 για την Αλεξανδρούπολη αναφέρει ότι «ο Ντεντές διαβιούσε κάτω από μια ωρισμένη βαλανιδιά της προτίμησης του, γι’αυτό και ονομάστηκε από τους περιοίκους εποχιακούς ψαράδες Ντεντε Αγατς, δέντρο του Ντεντέ , όπου και τάφηκε».
Ο Σαράντος Καργάκος στο βιβλίο του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΗ ΜΕ ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ το 2000 μας λέει ότι «στην πραγματικότητα το Δέντρο του Ερημίτη δεν ήταν ένα αλλά δυο. Δυο τεράστιες βελανιδιές που υψώνονταν στο κέντρο της πόλης: στο πεζοδρόμιο του παραλιακού θερινού κινηματογράφου Εβρος, κοντά στη Νομαρχία. Τα δέντρα αυτά κόπηκαν και ο τάφος καταστράφηκε μαζί τους. Επικαλείται μάλιστα μαρτυρία της κας Μανιά ότι ο ερημίτης ανέβαινε τη νύχτα στο δέντρο κι άναβε ένα καντήλι, που βοηθούσε τους νυχτερινούς διαβάτες. Στη θέση του κτίστηκε το κέντρο Λονδίνον.» Και καταλήγει ο Καργάκος στο συμπέρασμα ότι πρώτοι οικιστές ήταν Σαρακατσάνοι και αυτοί γενικεύσαν την ονομασία και την άπλωσαν στην περιοχή
Τελευταία μάλιστα υποστηρίχθηκε η άποψη ότι λύθηκε το ζήτημα της προέλευσης της πρώτης ονομασίας της πόλης μας: Δεδε αγατς ότι δηλαδή τελικά οφείλεται σε αυτόν τον Δερβίση που είναι θαμμένος στην παραλία στο ύψος περίπου του σημερινού Νομαρχείου όπως προκύπτει από φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα που δήθεν δείχνει και τον τάφο αυτό.
Όμως ήταν μια ή δυο οι βελανιδιές και αν αναλογιστεί κανείς ότι η φωτογραφία είναι των αρχών του 20ου αιώνα, δηλαδή η πόλη είναι ήδη τριάντα ετών κατά το χρόνο λήψης της φωτογραφίας, τότε που είναι η τεράστια γηραιά δρυ ή έστω οι τεράστιες γηραιές δρύες, που υποτίθεται ότι προϋπήρχαν της ίδρυσης της πόλης και υπό τις οποίες έζησε ο ερημίτης;
Πέραν του ότι δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι φαίνεται στην εν λόγω φωτογραφία πράγματι τάφος ή κάποιο πηγάδι, η άποψη αυτή δεν μπορεί να αιτιολογήσει πως και δεν υπάρχει καμιά γραπτή μαρτυρία τόσο Ελληνική, ή Τουρκική ή άλλη που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του συγκεκριμένου τάφου.
Για να δούμε την προέλευση της ονομασίας πρέπει να δούμε τι προϋπήρχε στην τοποθεσία που ιδρύθηκε η πόλη μας το 1870.
Μέχρι την έλευση του σιδηροδρόμου και την κατασκευή του πρώτου λιμανιού η περιοχή του Δεδε αγατς ήταν τόπος ακατοίκητος, «γιαμπαν γιερ», όπως έγραψε στις 29.5.1872 ο εκπαιδευτικός από την Αίνο Νικόλαος Χατζόπουλος.
Στο Γαλλικό γεωγραφικό οδηγό «Em. Isambert, Itinéraire descriptif, historique et archéologique de l’Orient. I. Grèce et Turquie d’Europe, 16ο, Παρίσι (Guides Joanne)», που εκδόθηκε το 1861 υπάρχει ένας χάρτης που δείχνει την κύρια διαδρομή μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Θεσσαλονίκης που περνούσε από Φέρες, Δερβεντ, Κιουμουρτζίνα(Κομοτηνή). Στο χάρτη αυτό δεν φαίνεται οικισμός ούτε και δρόμος στην περιοχή της σημερινής Αλεξανδρούπολης.
Ο Έλληνας πρόξενος της Αδριανούπολης Κ. Βατικιώτης σε αναφορά του προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, στις 28 Ιανουαρίου 1875, γράφει: «……Το Δεδεαγάτσιον έρημος το πριν ως απροσπέραστος παραλία κείμενον επί της κατά την Μεσόγειον Θρακικής παραλίας μεταξύ Πόρτο – Λάγου και Αίνου, κατέστη γνωστόν αφ΄ ης οι μελετήσαντες και αναλαβόντες την κατασκευήν των σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας απεφάσισαν να κατασκευάσωσιν εν αυτώ την κεφαλήν των Θρακικών και βουλγαρικών σιδηροδρόμων…….»
Ο Αχιλλέας Σαμοθράκης που προαναφέραμε έγραψε το 1897 τα ακόλουθα για την πόλη μας: «ΜΟΛΙΣ αριθµεί είκοσι και πέντε ετών ηλικίαν, δηµιούργηµα του χάρτου των ανατολικών σιδηροδρόµων, όστις έθηκεν ενταύθα την εις το Αιγαίον απόληξιν της γραµµής….Πολλάκις ευρεθείς προ παροµοίας εικόνος µετ’ απορίας ηρώτησα εµαυτόν, διατί τάχα να εκλεχθή ο αλίµενος και κακοθάλασσος ούτος τόπος και να συνοικισθή η έρηµος ακτή, όπως καταστραφώσι τελείως ακµάζουσαι τέως Θρακικαί πόλεις…Μ’ όλα ταύτα συνωκίσθη πόλις ένθα ουδ’ αλιέως καλύβη υπήρχε και εδηµιουργήθη τόπος µεγάλης εµπορικής σηµασίας.»
Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθε στην πόλη μας ο Henry Fanshawe Tozer (1829 – 1916) Άγγλος συγγραφέας, καθηγητής και ταξιδευτής. Στο βιβλίο του που εξέδωσε στα 1890 με τίτλο: «ISLANDS OF THE AEGEAN» γράφει σχετικά: «Το χωριό του Dede-agatch είναι εξ ολοκλήρου ένα δημιούργημα της σιδηροδρομικής γραμμής, μέχρι να επιλεγεί το σημείο ως τερματικός σταθμός δεν υπήρχε ούτε ένα απλό σπίτι και έχει τον αδιάφορο χαρακτήρα όλων αυτών των τόπων της αιφνίδιας ανάπτυξης. Στο πίσω μέρος μια πεδιάδα, τρία περίπου μίλια σε πλάτος, φτάνει στους πρόποδες των βουνών, που είναι ένα παρακλάδι από το Despoto Dagh ή της Ροδόπης.»
Συνεπώς δεν υπήρξε ποτέ ψαροχώρι ούτε κάτοικοι τέτοιου χωριού που να χρησιμοποιούσαν την ονομασία Δεδεαγατς. Ούτε υπήρχαν εδώ εποχιακοί ψαράδες. Οι μηχανικοί που ήρθαν για να ελέγξουν την τοποθεσία ή οι ίδιοι δώσαν το όνομα ή ρώτησαν τους κατοίκους των γύρω περιοχών, Αίνου και Μάκρης. Αν μεν ρώτησαν τους γύρω κατοίκους θα πρέπει να ήξεραν οι κάτοικοι αυτοί και την ιστορία περί του Δερβίση που μόναζε κάτω από τη Δρυ και του ενταφιασμού του εδώ. Γιατί οι υπαίθριοι τάφοι δερβίσηδων αγίων υπάρχουν δίπλα σε χωριά, οι κάτοικοι των οποίων διηγούνται από γενιά σε γενιά την ιστορία του δερβίση. Από πουθενά όμως δεν προκύπτει η πληροφόρηση αυτή από κατοίκους γύρω περιοχών της πόλης μας, ιδίως από τους Αινίτες που ήταν και αντίθετοι στην κατασκευή της απόληξης του σιδηροδρόμου στην περιοχή του Δεδεαγατς. Ούτε θεωρώ πιθανό οι μηχανικοί του σιδηροδρόμου να ρώτησαν τους Σαρακατσάνους οι οποίοι να γνώριζαν την ιστορία του Ντεντέ, όπως πιστεύει ο Καργάκος.
Καταλήγουμε λοιπόν στο εύλογο συμπέρασμά ότι οι μηχανικοί του σιδηροδρόμου έδωσαν το όνομα που δεν μπορεί να είναι δέντρο του ερημίτη γιατί ακόμα και να βρήκαν τάφο δεν μπορεί να ήξεραν ποιος ήταν θαμμένος και ποια η ιστορία του.
Το συμπέρασμα μας αυτό ενισχύεται από όσα γράφει ο Καρλ Μπράουν, Γερμανός πολιτικός(1822-1893) στο βιβλίο του Eine türkische Reise που εκδόθηκε το 1876 γράφει (σελ.149): «Το όνομα Dedeagh υπάρχει στο στόμα των ανθρώπων μόνο από την κατασκευή του σιδηροδρόμου και εφεξής»
Η ονομασία λοιπόν της περιοχής μας που έδωσε το πρώτο όνομα στην πόλη μας δεν μπορεί να προέρχεται από κάποιο Δερβίση του οποίου ο τάφος δήθεν προϋπήρχε στο σημείο που ανεγέρθηκε ο πρώτος οικισμός του Δεδεαγατς και μάλιστα διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ήδη από το 1826 είχαν απαγορευθεί και καταστραφεί οι τεκκέδες των δερβίσηδων. Άλλωστε οι τελευταίοι τουλάχιστον στην περιοχή μας θαβόταν μέσα σε τουρμπέδες(νεκρικά παρεκκλήσια), όπως αυτοί που υπήρχαν σε ένα λόφο των Λουτρών αλλά και στην Μάκρη δίπλα στο τεκέ όπου μόναζαν.
Σφόδρα πιθανή συνεπώς παραμένει η εξήγηση να προέρχεται η ονομασία του Δεδε αγατς από το δάσος των γηραιών δρυών, που υπήρχαν στην περιοχή και φαίνονται στις πρώτες φωτογραφίες της πόλης μας. Γι’ αυτό και ο Αντώνης Τερζής στο βιβλίο του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ που εξέδωσε το 2004 έγραψε το εξής για την ίδρυση της πόλης μας: «Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μια πόλη Βαβέλ γεννήθηκε στον έρημο δρυότοπο των Ορφικών δρυάδων».
Πέτρος Γ. Αλεπάκος