– Ξένε, ποὺ μόνος κι’ ἔρημος σὲ κρύες χώρες τρέχεις,
Για πές μου πόθεν ἔρχεσαι, πατρίδα σου ποιάν έχεις;
– Τὴ μακρυνὴ πατρίδα μου πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς περνοῦν εὐλογημένα.
Ἐκεῖ κι’ ὁ θάνατος γλυκύς κι’ όταν κανεὶς πεθάνη
ἔχει στὸ μνῆμα του σταυρό, καντήλι καὶ λιβάνι.
Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ πάντα χαρὲς καὶ γέλια.
Στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς , ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια,
Κι ὅταν χορεύη ἡ λεβεντιὰ, τῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
Βροντοκοπάει τὸ τούμπανο καὶ κελαϊδεῖ ἡ φλογέρα.
Στὴ μακρυνὴ πατρίδα μου, ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρι
Τὸ ταπεινότερο δεντρί, τὸ πειὸ φτωχὸ χορτάρι.
Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς, σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
Καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη γοργὰ τὰ χελιδόνια.
Στῶν μαγεμένων της βουνῶν τὰ μαρμαρένια πλάγια
Γλυκολαλοῦνε πέρδικες καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια
Ἡ ἀσημένια θάλασσα μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
Κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ἄστρα του τὴ χρυσοστεφανώνει…
Τὴ μακρυνὴ πατρίδα μου, πρὶν βάρβαρος σκλαβώσει,
Τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά, τὴ φώτιζεν ἡ γνώσι.
Μά πάλι ἀπὸ τὴ μαύρη της τὴ γῆ, τὴ ματωμένη,
Πετάχτηκ’ ἡ ἐλευθεριὰ σὰν πρῶτ’ ἀντρειωμένη!
– Φτάνει!… Τὴ Χώρα ποὺ μοῦ λές, τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα!
Τὴ μακρυνὴ πατρίδα σου ἔχω καί ἐγὼ πατρίδα!…