
Ποια μοίρα βάσκανη, κακή, σε χτύπησε Ελλάδα;
Ποιος να σε καταράστηκε και λιώνεις σαν λαμπάδα;
Δεν πρόλαβες τη λευτεριά εκεί στα σαράντα πέντε
και να’ σου νέα συμφορά ήρθε στο παραπέντε.
Αδελφοκτόνος άρχισε αγώνας. Δυστυχία!
Με πάθος πολεμούσανε για τη “Δημοκρατία”.
Για τη γαλάζια οι “εθνικοί” για κόκκινη οι αντάρτες,
πατρίδα και ιδανικά έγιναν όλα στάχτες.
Και σκότωνε ο αδελφός, τον αδελφό στη μάχη,
που ο διάβολος τον έφερνε αντίπαλο για να ‘χει.
Τέσσερα χρόνια κράτησε η αδελφοσφαγή.
Ο πόλεμος σταμάτησε μα όχι κι η πληγή.
Ο ‘Έλληνας, τον ‘Έλληνα νίκησε, ναι, μα ποιος
άραγε δικαιώθηκε; Το ξέρει ο Θεός!
Κι ήρθανε χρόνια λεύτερα, -για άλλους ξενιτιάς-
Εδώ ο καφές βαρύγλυκος -εκεί παρηγοριάς-.
Είχαν καημό τ’ αδέλφια μας, που ζούσαν μακριά.
“Νόστιμον ήμαρ” τ’ όνειρο, για νιο και για γριά.
‘Ήρθαν. Μα πάλι άρχισε, ξανά η φαγωμάρα.
Αριστεροί και δεξιοί γίνανε. Τι κατάρα!
Μυαλό, λοιπόν, δε βάλαμε και τα παθήματά μας
δεν έγιναν μαθήματα για μας, για τα παιδιά μας;
Είναι καιρός τη μοίρα μας ν’ αλλάξουμε με γνώση,
κι αγαπημένοι να είμαστε. Είθε ο Θεός να δώσει!
Ο Ριμαδόρος