Την θάλασσα αγνάντευα ψηλά από τα βράχια,
μα ξάφνου παραπάτησα, βρέθηκα στο κενό,
σκαλώνοντας σ’ ένα δενδρί, γλίτωσα το χαμό.
Κι ως κρεμασμένος βρέθηκα, σαν ρούχο σε σχοινί,
γδαρμένος, ξεσηκωμένος, και κατατρομαγμένος,
σκέφθηκα όσα έπραξα, σ’ ετούτη εδώ τη γη.
Περσότερα ήταν τα κακά, όπου είχα πεπραγμένα.
Της περηφάνιας ήταν παιδιά, της έπαρσης επίσης,
της ζήλιας ήταν μερικά της άδικης της κρίσης,
της αφροσύνης ήτανε, της μισαλλοδοξίας,
μα απ’ όλα τα χειρότερα, τα της πλεονεξίας
είχαν κοινό το γνώρισμα, τ’ άθλιου εγωισμού.
Ελάχιστα ήταν τα καλά, μα όλα τους ένα, κι ένα
ήταν παιδιά της σύνεσης, και της υπομονής,
παιδιά ήταν της ταπείνωσης, και του καθάριου νου.
Ο Θρακιώτης
Αλεξανδρούπολη