9.4 C
Alexandroupoli
Monday, June 30, 2025

Πασχαλιάτικος Καταπιόνας – (1)

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

158

Θα κάνω μια σημείωση, έτσι σαν εισαγωγή στο προσωπικό κομμάτι που παραθέτω πιο κάτω, και το οποίο είναι αυθεντικό πέρα για πέρα.

Τον πατέρα μου τον λέγανε – Θεός σχωρέσ’ τον – Παναγιώτη, τη μητέρα μου Αθανασία, τον ξάδελφό μου Άρη και εμένα που γράφω τώρα την αληθινή ιστορία Γιώργο.

- Advertisement -

Και όποιος το καταλάβει.

Τότε, εκείνη την εποχή,  τέλος – αν θυμάμαι καλά- της δεκαετίας του ’50, ο κυρ- Παναγιώτης, ο πατέρας μου, το είχε έθιμο.

Έλεγε. Α, εμείς δεν μπορούμε. Κάνουμε Ανάσταση με τους συγγενείς μας.

Καλός άνθρωπος ο κυρ- Παναγιώτης. Καλός νοικοκύρης, καλός επαγγελματίας – βιοτέχνης, κουβαλητής, μπερεκετατζής και τίμιος. Και αγαπούσε την οικογένειά του, αγαπούσε το σόι του, αγαπούσε τους ανθρώπους. Είχε ένα μαγαζάκι, εκεί τέρμα στην Ίωνος Δραγούμη στα προσφυγικά – Βενιζελικά Μνηματάκια, καταπιανόταν με γαλακτοκομικά προϊόντα τα κατάφερνε, και το γιαούρτι του ήταν ξακουστό σ’ όλη την Αλεξ/πολη. Οι παλιοί της πόλης τον θυμούνται ακόμη νοσταλγικά για το καταπληκτικό σε καραβάνες γιαούρτι με την αφρώδη νόστιμη πέτσα, όχι αποβουτυρωμένα τα σημερινά που είναι σαν φελιζόλ.

Σημαντικό, σημειολογικά, αναφέρω την διαβεβαίωση που μου είπε κάποτε ένας γέροντας γείτονας – πελάτης, για την ποιότητα του γιαουρτιού του κυρ- Παναγιώτη.

Προπολεμικά ήρθε στην Αλεξ/πολη ο Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος για να παραστεί στα εγκαίνια της απελευθέρωσης της πόλης. Τότε οι άρχοντες της Αλεξ/πολης του παρέθεσαν δείπνο στην αίθουσα του Δήμου.

Ζήτησε λοιπόν, ο εθνάρχης, μια και ήταν αργά βράδυ κάτι ελαφρύ για γεύμα.

Ο υπεύθυνος της συνεστίασης, έστειλε χωροφύλακα και υπάλληλο του Δήμου, να φέρουν από το μαγαζί του κυρ- Παναγιώτη, γιαούρτι, εκτιμώντας ότι αυτό ήταν το καλλίτερο στην κατάλληλη περίπτωση.

Αυτά λοιπόν, ήταν υπολογίσιμος ο κυρ- Παναγιώτης.

Άλλη Αλεξ/πολη, τότε, μικρή, μαζεμένη, χωρίς μεγαλεία και τέτοια. Ούτε αυτοκίνητα σαν σήμερα, μόνο λίγα κι αυτά τρία ταξί των σχωρεμένων Κουλγιγκά. Του Νίκου Σπανού και του Τσαταλά.

Ένα πυροσβεστικό με ιδιότητα πυροσβέστη – οδηγού τον γραφικό Γκουντέλο – τον θυμούνται χαρακτηριστικά οι παλιοί Αλεξ/πολιτες, δύο, τρία φορτηγά εργολάβων, Χόχωλη και Μινάρδου και αυτό ήταν όλο.

Ούτε πούλμαν να πας το Πάσχα εκδρομή, ούτε μηχανάκια να τρέχεις την Λαμπρή στα ξέφωτα.

Καθόταν στα σπίτια τους, ανάβανε τη φωτιά στις αυλές τους, ψήνανε τα αρνιά τους, τρωγοπίνανε με κέφι και το βραδάκι μπαφιασμένοι πέφτανε νωρίς να ησυχάσουνε.

Του κυρ-Παναγιώτη στα Μνηματάκια, είχε αυλή μικρή και χαριτωμένη με τις γλάστρες, σπίτι ισόγειο συμπαθητικό με αρκετά μεγάλο σαλόνι, δωμάτια δύο, παλατάκι σωστό.

Κάθε Πάσχα τα συμφωνούσανε έτσι οι τρεις μπατζανάκηδες. Ο κυρ- Παναγιώτης, ο κυρ- Αλέκος ο τσαγκάρης που ‘χε μαγαζί εκεί στα πέντε – Φι, στου Κουτσουρά κοντά και ο κυρ- Ηλίας, αρτεργάτης από τον Αλή – Μπέη (Εξώπολη).

Ανάσταση στου κυρ- Παναγιώτη το σπίτι, όλο το συγγενολόι, να φάνε τη μαγειρίτσα και το αρνί.

Ανήμερα στου κυρ- Αλέκου, που είχε μεγαλύτερο κήπο και ψήνανε οβελία.

Και τη Δευτέρα στου Ηλία στο Αλή – Μπέη, που ήτανε ο πιο φτωχός και έμενε πιο μακριά από τους άλλους δύο και φτιάνανε πίτες και κότες σούπα, να αλαφρώσουνε από την πολυφαγία.

Αυτό το τρίγωνο ήτανε πια άγραφος νόμος, χρόνια τώρα. Και κάτι άλλο μαζί. Μια άμιλλα των μπατζανάκηδων. Ποιος θα κάνει καλύτερο και πιο λεβέντικο τραπέζι.

Να πω την αλήθεια, τους βούλωνε όλους ο πατέρας μου. Πάντα ερχότανε πρώτος και πάντα έδειχνε περισσότερη αρχοντιά. Και μέσα του το καμάρωνε.

– Δεν θα γίνουμε ίσα και όμοια, έλεγε γελαστός και ιδιαιτέρως στη γυναίκα του Αθανασία, εμείς την φιλοξενία στο σόι την έχουμε παραπάνω.

Της άρεσε της μάνας μου να ξεπερνάει τις γυναίκες των άλλων δύο.

Και επειδή ούτε ψυγεία υπήρχανε, ούτε τίποτα, μόνο τα φανάρια (κλουβιά που λένε) ο κυρ- Παναγιώτης δεν ψώνιζε για τρεις μέρες.

Ψώνιζε για το Μέγα Σάββατο και ψώνιζε να χαλάσει ο κόσμος. Ότι είχε και δεν είχε η αγορά.

Το λοιπόν, τη χρονιά εκείνη, βγήκε ο κυρ- Παναγιώτης και βρήκε ένα αρνί, άλλο πράμα. Λουκούμι σωστό.

Το ζύγισε και είπε του Κιτσιτζή του χασάπη που ‘χε χασάπικο στην Εμπορίου, δίπλα στου Ματζώρου.

Όλα τα χασάπικα της Αλεξ/πολης, εκεί ήτανε μαζεμένα. Του Κάλφα, του Μπομποτά Θανάση και Σταύρου, του Κακαρή, του Παπατσαρούχα και Μακασίκη κ.ά. που τους ξέρανε καλά οι καταναλωτές της πόλης τον καθένα .

– Θα φτάσει μωρέ Κιτσιτζή; Είμαστε πολλοί.

– Πόσοι;

– Καμιά δεκαριά Παραπάνω αν έλθει κανένας απρόσκλητος. Γιορτές, που ξέρω;

Οκτώ πεντακόσια βγήκε το αρνί και ο χασάπης γέλασε.

– Ε, τι θα φάνε πιά; Δεν θα έχεις και μαγειρίτσα;

– Ναι, βέβαια.

Ήρθε το αρνί στο σπίτι, ήρθανε τα ζεμπίλια, ήρθανε τα πάντα εντάξει.

Ο κυρ- Παναγιώτης τα επιθεωρούσε πια λες και ήτανε στρατηγός και κοίταγε το τάγμα.

Φέρανε και μια χωριστή σκωταριά για τη μαγειρίτσα, φέρανε φρούτα, τυριά, και η μάνα μου γκρίνιαζε.

– Ποιος θα τα φάει όλα αυτά, χριστιανέ μου;

– Ρούφα το αυγό σου, έκανε ο κυρ- Παναγιώτης.

Έχουμε κόσμο και υποχρέωση να φανούμε πρώτοι.

Το θες να χάσουμε τα πρωτεία φέτος. Τσιγκουνιές θα κάνουμε μωρέ Αθανασία;

Και γέλαγε.

– Αγόρασα ακόμα και ζαμπόνι. Και λουκάνικα. Και κανταΐφι

Αθώος συναγωνισμός ήτανε, αλλά από την άλλη πλευρά, πως να το πούμε; Και το μεράκι του. Να τον πούνε πάλι πρωτονοικοκύρη και άνθρωπο που ξέρει να ψωνίζει.

Βλέπεις σε κείνη την Αλεξ/πολη, δεν ψωνίζανε οι γυναίκες, μήτε τρέχανε στην αγορά. Οι άντρες ψωνίζανε και το καμαρώνανε.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, η γυναίκα του ήτανε χαρούμενη.

– Τα έμαθες Παναγιώτη;

– Όχι.

– Ήρθε ο Άρης.

– Ο Αριστείδης;

– Καλέ, ο ανιψιός μου, της αδελφής μου, του Αλέκου ο γιος.

Χάρηκε και ο Παναγιώτης. Πως; Γιατί το παιδί;

Χρόνια έλλειπε στο εξωτερικό για σπουδές, θα ήτανε τώρα είκοσι πέντε, περίπου έξι, επτά χρόνια μεγαλύτερος από εμένα.

– Μπράβο, είπε ο κυρ- Παναγιώτης. Καλύτερα. Θα είναι και αύριο μαζί μας να κάνουμε Ανάσταση. Καλώς όρισε.

Έναν γιο είχε ο κυρ- Παναγιώτης, τον Γιώργο εμένα που λέμε, κανονικό έφηβο με ανάπτυξη άντρα. Σωματώδης δεν ήμουν, μάλλον προς το λιγνό ψηλός νευρώδης με τσακπινιά ηλικίας, αλλά έτρωγα τον άμπακα όταν τα έβρισκα. Όλοι αναρωτιώτανε στη γειτονιά μήπως είχα ταινία και δεν με έπιανε το φαΐ.

Μέχρι τα κατώφλια του σπιτιού θα έτρωγα, όταν καθόμουν στο τραπέζι. Συμβαίνουν κάτι τέτοια στους νέους με ανάπτυξη έλεγε ο καλός γιατρός Χρυσάκης που με εξέτασε κάποτε.

Και ο κυρ- Παναγιώτης καμάρωνε, αλλά κάτι τέτοιες μέρες με ορμήνευσε.

– Κοίτα ρε ντενεκέ, άμα έχουμε κόσμο, πρόσεχε.

– Ναι πατέρα.

– Να αφήσεις να τρώει και κανένας άλλος.

– Έννοια σου, μπαμπά.

Και τα έλεγε καμαρωτά του μπατζανάκη του Αλέκο για το φαΐ που έτρωγε ο κανακάρης του και εκείνος κούναγε το κεφάλι του.

– Αμ ο δικός μου;

– Ο Άρης; τρώει πολύ κι αυτός;

– Τρώει δεν θα πει τίποτε. Κάτου στα ξένα με το κουρμπάτσι του σταμάταγα. Ένα κασόνι λουκάνικα Φρανκφούρτης μπορούσε να φάει για ορεκτικό.

Γελάγανε και οι δυο.

– Ζωή να έχουνε και να έχουνε να τρώνε. Γερά να είναι.

 

Η συνέχεια στο άλλο φύλλο της Ε.Θ.

Ο ΣΧΟ-ιαστής

Aegean
Monday, June 30, 2025

Latest News

Για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιών:

Σημαντική συνεργασία Μητρόπολης Αλεξ/πολης με την Πυροσβεστική Υπηρεσία Σε μια πολύ σημαντική και αξιέπαινη κίνηση προχώρησε η Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως,...

More Articles Like This