9.4 C
Alexandroupoli
Monday, June 30, 2025

Πουλερικό μανουβράζ

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

chicken

Στο σημερινό κομμάτι θα περιγράψω με λίγη μπαταρέλα και αρκετά μπαρμπούτσαλα, ένα εφιαλτικό εγερτήριο ύπνου που είχε συμβεί σ’ εμένα, τότε στα απερίγραπτα χρόνια της γνωστής πάλαι ποτέ αστυφιλίας και της αδόκιμης καθόδου της μείζοντος επαρχίας Έβρου στην Αλεξ/πολη.

Αρχές λοιπόν, του αλησμόνητου 1980, και την αναμνηστική αυτή ιστορία – τραγωδία την αφηγούμαι μέχρι σήμερα, ακόμη ως πρωτόλειο σατιρικό συμβάν, όπου βρω, ιδίως σε Αλεξ/πολίτικες παρέες.

- Advertisement -

Καλοκαίρι πρέπει να ήτανε του 1981.

Καθημερινή μεσοβδομαδιάτικη μέρα. Στην αρχή νόμιζα ότι ονειρευόμουν. Άκουσα το κοκόρι γύρω στις 3.00 τα ξημερώματα, μέσα στον βαθύ ύπνο μου, από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαράς μου, όχι σε περιβάλλον κάμπου ή ραχούλας, αλλά σε αυτό της πολύπαθης γειτονιάς μου στα τσιμεντένια – μνηματάκια με αμιγές, τότε, Αλεξ/πολίτικο κόσμο, μικροαστικό.

Δεν είναι δυνατόν, σκέφθηκα, που να βρέθηκε το κοκόρι.

Καλού – κακού, έρριξα μια ματιά στο δωμάτιο και στο μπαλκόνι και πήγα να συνεχίσω τον ύπνο μου – έπρεπε να σηκωθώ για μια δουλειά το αργότερο στις 6.30.

Πάνω που, έπειτα από αρκετή αυτοσυγκέντρωση – δεν είμαι και ο ευκολότερος στον ύπνο – ήμουν έτοιμος να παραδοθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, ξανά “κικιρίκονου….”!

Πετάχθηκα πάνω σαν τρελός, το εγερτήριο σήμαινε ακάθεκτο, ανά δεκάλεπτο στην αρχή, ανά πεντάλεπτο μετά τις 4.00 τα ξημερώματα, σε άτακτα πλην συχνά διαστήματα μετά τις 5.00. Τρελάθηκα. Το κάλεσμα του απρόσκλητου αλέκτορος ηχούσε στα αφτιά μου έντονο, βασανιστικό, αβάσταχτο, προφανώς από τον ακάλυπτο χώρο της δικής μου ή της διπλανής οικίας.

Η εξιστόριση της νυχτερινής μου περιπέτειας στους φίλους και γνωστούς μου, αντιμετωπίστηκε σκωπτικά.

Γέλιο, ειρωνεία, χλεύη, “έλα μωρέ, που σε πείραξε το καημένο το κοκοράκι”, “Να το πιάσεις να το κάνεις σούπα”, “δεν ήταν ζωντανό το πουλερικό που άκουγες, αλλά τραγούδι από το ραδιόφωνο του Γούναρη για το ένα πετεινάρι με λειρί πάει στο παζάρι” ή “τα αβγά πούχες στο ψυγείο, χάλασαν και βγάλαν κοκοράκια”.

Τέτοια πειράγματα άκουγα.

Μάταια προσπαθούσα να τους δώσω να καταλάβουν το μέγεθος του μαρτυρίου μου. Το απόγευμα όταν, ξαγρυπνισμένος και κατάκοπος, αποτόλμησα μετά τη δουλειά μια σιέστα, εκ νέου “κικιρίκουου” μέσα στ’ αφτιά μου. Έλεος! Πάνω που ετοιμαζόμουν φουριόζος να αναζητήσω τους ενόχους για τα δεινά μου, ακούω φωνές από τον ακάλυπτο της πίσω πολυκατοικίας.

Βλέπω μπροστά μου την εξής σκηνή:

Ένα άσπρο κοκοράκι (προφανώς διασωθέν πασχαλιάτικο αναμνηστικό) να βηματίζει καμαρωτό και ένα μικρό κορίτσι να τρέχει δίπλα του και μια κυρία με ένα προτεταμένο κουτάλι να τρέχει πίσω από το κοριτσάκι:

‘Έλα μωρό μου, φάε κι εσύ όπως το πουλάκι, χρυσό μου”.

Έγινα έξαλλος: “Συγγνώμη, δικό σας είναι το κοκοράκι;” φώναξα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.

“Ναι, δικό μας” μου απάντησε η κυρία (άγνωστή μου) με το προτεταμένο κουτάλι.

“Ωραία. Και με ποιο δικαίωμα το κουβαλήσατε κάτω από την πόρτα μου, κυρία μου;

Ξυπνητήρι έχω και το βάζω να κτυπάει στις 6.30, όχι στις 2.30 τη νύχτα και μετά αδιαλείπτως”.

Η φωνή μου πλέον έτρεμε από οργή.

“Μα, σας ενοχλεί ένα κοκοράκι;” ρώτησε δήθεν έκπληκτη η άγνωστή μου κυρία.

“Ακούστε”, ανταπάντησα έξαλλος, “αν δεν καταλαβαίνετε τα αυτονόητα, δεν έχω σκοπό να σας πείσω για τίποτε, σας λέω όμως για πρώτη και τελευταία φορά, αν μέχρι αύριο δεν εξαφανίσετε από εδώ το κοκοράκι σας, θα σας κάνω ασφαλιστικά μέτρα” (όχι πως ήξερα τι είναι τα ασφαλιστικά μέτρα και αν ταίριαζαν στην περίπτωση, ήθελα όμως να πω κάτι βαρύγδουπο που να ακούγεται ιδιαίτερα απειλητικό).

“Μα, που να το πάμε;” “Αυτό το ζωντανό, κύριέ μου, το φέραμε από το χωριό Καρωτή του Διδ/χου, είναι κάτι το μοναδικό, το αξιόλογο, γιατί συγχρονιζόταν στη φωνή κάθε νύχτα με τον ξακουστό κύριο Αηδονίδη τον τραγουδιστή των δημοτικών τραγουδιών, όταν αυτός έκανε πρόβες κάθε φορά”, “είναι ανταγωνιστικό πουλερικό”, “το ξεχώριζαν οι χωρικοί ακόμα και στα πανηγύρια αποβραδίς”.

“Δεν ξέρω (ανταπάντησα) να το σκεπτόσασταν πριν το φέρετε. Να το πάτε μέσα στο σπίτι σας, να το αφήσετε σε κανένα αγρόκτημα έξω στην Αλεξ/πολη, να το γυρίσετε πίσω στο χωριό και μάλιστα στο διπλανό αντιμαχόμενο με την Καρωτή, το Ελληνοχώρι να ταλαιπωρεί τους εκεί χωρικούς, να το κάνετε, τέλος σούπα (έγινα κακός, το ξέρω, πλην όμως δεν είχα επιλογή, ή εγώ ή το κοκόρι) εδώ να μη το ξαναδώ και κυρίως να μην το ξανακούσω. Τελεία και παύλα”.

Εκείνη τη στιγμή ένας τύπος από το γειτονικό μπαλκόνι, προφανώς καταγόμενος κι αυτός από εκείνα τα μέρη, αφιχθείς στην Αλεξ/πολη με την κάθοδο της αστυφιλίας, κατοικών στη γειτονιά μου, πρόβαλε προς υπεράσπιση της κυρίας:

“Σιγά, ρε, νταή, στο χωριό σου δεν είχες εσύ κοκόρια; Που σε πείραξε το πεταχτάρι”. Αν και βέρος Αλεξ/πολίτης και παιδί της πόλης, η απάντηση μου ήρθε αυθόρμητη και οργισμένη:

“Στο χωριό μου είχα και κοκόρια και κότες και γίδες και αγελάδες και κυρίως βόδια σαν και του λόγου σου, τα άφησα όμως εκεί, δεν τα κουβάλησα στην Αλεξ/πολη”.

Παραλίγο να ακολουθήσει σύρραξη, στο κρίσιμο σημείο όμως επενέβησαν οι άλλοι γείτονες που ως τότε παρακολουθούσαν αμέτοχοι από τα μπαλκόνια και τις αυλές τους. Πήραν το μέρος μου.

Την επομένη, το κοκοράκι είχε εξαφανιστεί.

Με ποιον τρόπο, δεν γνωρίζω, πάντως όχι σε κάποια κατσαρόλα.

Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

Aegean
Monday, June 30, 2025

Latest News

Για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιών:

Σημαντική συνεργασία Μητρόπολης Αλεξ/πολης με την Πυροσβεστική Υπηρεσία Σε μια πολύ σημαντική και αξιέπαινη κίνηση προχώρησε η Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως,...

More Articles Like This