Διπλός πόνος σε ράπισμα, από δικών σου χέρι,
μα εσύ το κρύβεις κι ας πονάς, γι’ αυτό κανείς δεν ξέρει,
ότι μαχαίρι δίστομο, ειν’ ο σκληρός ο λόγος,
που αφήνει χαίνουσες πληγές, που δεν γιατρεύει ο χρόνος.
Οι λέξεις αν ξεστομιστούν, ξοπίσω δεν γυρίζουν,
κι όσο τις διώχνεις μακριά, αυτές πίσω γυρίζουν.
Πόσο άστοχος και άδικος, είναι κείνος ο λόγος,
“σπουδαίος” πως δεν είσαι. Είναι βαρύς ο ψόγος.
Σαν τί κι αν ήσουνα σωστός, δίκαιος και καλός,
ο ψόγος, πάντα ψόγος,
και απομένει τώρα εκεί, στου ποτηριού τα βάθη,
γεύση στυφή στο στόμα σου, πικρό ένα κατακάθι,
κι αναθυμάσαι θες, δεν θες, τα όσα έχεις δώσει,
στραγγίζοντας το είναι σου, κι ας σ’ είχανε πληγώσει,
κι η σκέψη σου πλανάται, στο τελευταίο τούτο,
που σου θυμίζει ο Καίσαρας, τι είπε για τον Βρούτο.
Ανάμεσά τους έζησες, μα δεν σε γνώρισαν,
και έτσι επιπόλαια, ποιος ήσουν όρισαν.
Τι το εγώ σου αν σταύρωσες, όμοια ως ο Χριστός,
“σπουδαίος” αφού δεν ήσουν, γι’ αυτούς ήσουν μικρός,
ένα ανθρωπάκι ήσουν, ε… δεν ήσουν και κακός,
μα αν ήσουν “σπουδαίος” τότε θα ‘σουν καλός.
Προτού τελειώσω φίλοι μου, τούτο θα πω ακόμα,
λόγια οργής αν έλθουν στου καθενός το στόμα,
η συμβουλή μου είναι μια, σε άνδρα, σε γυναίκα,
προτού τα εκστομίσετε, μετρήστε ως το δέκα.
Αλεξανδρούπολη