9.4 C
Alexandroupoli
Thursday, April 18, 2024

Παραλιακό σούργελο

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

paidi-paralia

Κυριακή πρωί, γύρω στις 10, σε μια Αλεξ/πολιτική παραλία από εκείνες που υπάρχουν πολλές στην περιοχή μας, από κάτω του φάρου μέχρι τέρμα Δίκελλα, αμμουδιά του Μαύρου Γάτου και αρχαιολογικά Μεσημβρίας μέχρι Πετρωτά και ποντιακή ακτή Ρωμανίας.

Χρώμα τυρκουάζ, διαύγεια εντυπωσιακή, τόση ώστε όσο βαθιά και αν πηγαίνεις να βλέπεις τον βυθό.

- Advertisement -

Έξω, εξαιρετικά λεπτό βότσαλο, που ούτε πληγώνει το πέλμα ούτε κολλάει στο πόδι όπως η άμμος.

Από τη μία πλευρά, πλαγιά καταπράσινη, από την άλλη, βράχια όχι ψηλά, διόλου αφιλόξενα, καθώς δημιουργούν σκιά.

Εκεί, στη σκιά, είχαμε απλώσει τις πετσέτες μας. Δύο ζευγάρια τουρίστες και το πολύ πέντε – έξι Έλληνες, ανάμεσά τους και εμείς.

Απόλυτη άπνοια, απόλυτη ησυχία, απόλυτη, με λίγα λόγια, απόλαυση για όλους εμάς που μπαινοβγαίνουμε στο νερό, που διαβάζουμε τις εφημερίδες και τα βιβλία μας, που αν μπορούσαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, θα το κάνουμε. Ναι θα μπορούσαμε.

Ως τη στιγμή,  γύρω στις 11.30 π.μ. που κατέφθασε με τζιπ 4Χ4 η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, άρτι αφικνείσα ως φαίνεται από την Αλλοδαπή.

Δύο ζευγάρια με τρία παιδιά και μια γιαγιά – αρκούδα, από εκείνες τις γιαγιάδες με τα λουλουδάτα φουστάνια – ρόμπες, τα υπερμεγέθη σουτιέν που αγωνίζονται ματαίως να συμμαζέψουν τα τεράστια στήθη τους, τις παντόφλες – τσόκαρα με την αγκράφα, τις γάμπες – γίγας, τα μπράτσα τα άσπρα και αφράτα που ξεχειλίζουν από το κόψιμο των μανικιών, το μαλλί τρικολόρε στην άκρη ξανθό, πιο μέσα καστανό στην ρίζα κάτασπρο και τη φωνή καμπάνα.

Μια καμπάνα που σιγούσε όσο η παρέα η οικογενειακή έστηνε ομπρέλες, τέντες, καρέκλες και σεζλόνγκ στη μέση της παραλίας.

Όσο έβγαζε από το φορητό ψυγειάκι τις παγωμένες φραπεδιές, άνοιγε τις τσάντες με τα παιχνίδια των παιδιών, οργάνωνε, δηλαδή, το στρατόπεδό της για την επίθεση για την δική της απόβαση στον χώρο του παραδείσου μας.

Και τότε, όταν όλα είχαν τακτοποιηθεί, η γιαγιά κοντέινερ, η γιαγιά – Βούδας, βγήκε μπροστά και έδωσε το σήμα για τη μεγάλη μάχη.

– Παιδιά, βάλτι σουσίβια και μεσ’. Αλλά ιδώ, να σας βλέπου.

– Εγώ αυτό που “βλέπου” είναι ότι χάσαμε την ησυχία μας, σχολίασε μια φίλη της παρέας μας.

Πόσο δίκιο είχε. Γιατί από εκείνη τη στιγμή ο παράδεισος έγινε κόλαση.

Με τα παιδάκια να καταβρέχονται και να ουρλιάζουν, με τη γιαγιά και τις μαμάδες να φωνάζουν ακόμη πιο δυνατά για να ακουστούν.

– Πιο έξου, Ιλένη, όχι άλλες βουτιές Γιαν, τι είπα πιδίμ, μη βτας άλλου, μι ακούς, Γιώργου, πες κατ’ στου γιο σ’, θα ρθει ου μπαμπάς σ’ κι θα σι λιανίσ’ αλήτ’, έλα έξου ρε σπόρε να πιείες λίγο βάσερ.

Οι ξένοι δίπλα μου άφωνοι από την έκπληξη. Στην αρχή κάτι σχολίασαν, μάλλον ενοχλημένοι, ύστερα, βλέποντας τη γιαγιά – αρκούδα να καταδιώκει ένα από τα εγγόνια της με το βραστό αυγό στο χέρι και την αλατιέρα στο άλλο, ψιλογέλασαν. Ακολούθως βούτηξαν στο νερό και απομακρύνθηκαν, προσπαθώντας προφανώς να γλιτώσουν.

Εμείς μείναμε να σχολιάσουμε το πληθωρικό του χαρακτήρα των Ελλήνων που θα απλωθούν σε όλον τον χώρο, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα πατήσουν επάνω σου.

Έλλειψη της στοιχειώδους κοινωνικής αγωγής;

Έλλειψη μετά μουσικής, καθώς ξαφνικά ανασύρθηκε από το αυτοκίνητο των εισβολέων και το κασετόφωνο.

Από τα παλιά. Τα ογκώδη που στη σημερινή πρόοδο της τεχνολογίας με τα σι-ντι και τα άλλα μοντέρνα ευρήματα στο χώρο παραγωγής της μουσικής, έχουν εκλείψει και αποσυρθεί.

– Αχ, μπράβο Βαγγέλ’, βάλι κατ’ να ακούσουμι, έσπευσε να επιβραβεύσει τον κύριο που το περιέφερε, θριαμβευτικά τοποθετημένο στον τριχωτό ώμο του, για να γυρίσει αμέσως στη διπλανή της και να της εξηγήσει:

– Ιμείς, όπου κι αν πάμι έχουμι μαζί τη μουσική μας, έτσι για το κέφι. Ακούσ’ τώρα (στη διαπασών βεβαίως) τι ουραίο είναι αυτό πούβαλ η Βαγγέλς.

Αναγκαστικά βεβαίως – βεβαίως το απολαύσαμε και εμείς.

“Και ήθελα τόσα να σου πωωωω /πως σ’ αγαπώ Στέργιο μου, να σου φωνάξωωωω / αχ μην πεισματώνεις μια ζωή / σε μια στιγμή θα σε αλλάξω”.

Ο Στέργιος όμως πεισμάτωνε διαρκώς στα αφτιά μας αφού παίχτηκε τρεις – τέσσερις φορές συνεχώς.

– Τι είναι αυτό; ρώτησε η άσχετη με τη δημοτική δισκογραφία φίλη της παρέας μας.

– Το παλιό δημοτικό σουξέ, ο Στέργιος πεισμάτωσε, που περιγράφει βουκολικά ότι θα πάρει το τρένο για τη Γερμανία, και θα αφήσει την αγαπημένη του, απάντησε, ο άλλος φίλος της παρέας, χαμογελώντας σαρκαστικά.

– Που να έρθει το τρένο και να τους πάρει πίσω αυτούς στο Βούπερταλ, όλους, ανταπάντησα μοχθηρά εγώ.

Στο μεταξύ, εκείνοι που έφυγαν, αν όχι για Βούπερταλ, σίγουρα για άλλη παραλία, ήταν οι αλλοδαποί γείτονές μας.

Στέγνωσαν, τα μάζεψαν και γεια σας, με τους εισβολείς να προσπαθούν, κατά την έξοδό τους από την παραλία, να τους πετύχουν με τα δολοφονικά μπαλάκια τους.

Γιατί, ναι, το μεταξύ είχαν βγει και οι ρακέτες για να προσθέσουν επιπλέον φασαρία στον χώρο.

– Πάμε και εμείς; πρότεινε ένας της συντροφιάς μας.

– Δεν πάω πουθενά, δεν θα με διώξουν αυτοί από μια παραλία που δεν τους ανήκει, επέμεινα, διαφωνώντας με την έτοιμη να τραπεί σε άτακτη οπισθοχώρηση, παρέα μου.

Όταν όμως τον Στέργιο που πεισμάνευσε, διαδέχθηκε ο Βασίλης Καρράς με το “τηλεφώνησέ μου” ένιωσα ότι τα όρια μου, που τόσο σκληρά δοκιμαζόταν τόση ώρα, είχαν ξεπεράσει τις κόκκινες γραμμές.

Τα μάζεψα και αναχώρησα μαζί τους, αφήνοντάς τους διώκτες μου να μπήζουν τις γόπες τους στην άμμο, να ανοιγοκλείνουν ταπεράκια με κεφτέδες και κασεροπιτάκια και να σχολιάζουν φωνακτά την ευδαιμονία τους.

– Ιδώ είνι του τέλειου μπάνιου. Να του πάρεις όλου αυτό το μέρους, να σιάξεις ένα μπαράκι όπως Αμβούργου μεριά κι να χιστείς στου τάλιρου.

Όχι, δεν τους έφτανε που έδιωχναν εμάς, ήθελαν να διώξουν και όλους τους άλλους και να επιβάλουν στην παραλία τους δικούς τους νόμους, με τη λατρεία της γιαγιάς – αρκούδα και τη δικαίωση κάθε πονεμένου Στέργιου.

Η οποία γιαγιά – ντουλάπα, είχε στο μεταξύ βγάλει τις παντόφλες – τσόκαρα με την αγκράφα και είχε βουτήξει τα πόδια της στο νερό ουρλιάζοντας!

– Μπουζ, μπουζ, μπουζ!!!

– Τι γλώσσα μιλάει; ρώτησε η φιλοξενούμενή μου φίλη, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά απόγνωσης πίσω.

– Ρώτησε τον Μπαμπινιώτη. Αποκρίθηκε ο άλλος της παρέας.

Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

spot_img
spot_img
Thursday, April 18, 2024

Latest News

Στις 22 Απριλίου η Ολυμπιακή Φλόγα διανυκτερεύει στην Αλεξανδρούπολη

Στις 16 Απριλίου 2024 το Ολυμπιακό Φως γεννήθηκε ξανά στην Αρχαία Ολυμπία, και ξεκίνησε το ταξίδι της Ολυμπιακής Φλόγας...

More Articles Like This