9.4 C
Alexandroupoli
Monday, June 30, 2025

Αλεξανδρουπολίτικη… παρηγοριά

kafes

Ντάλα καλοκαίρι. Μόλις προχθές έφυγε ο Ιούλιος και εκείνο το βράδυ γύρω στις 9, μια ώρα καθόλα αξιοπρεπής. Σκηνικό απλού κλασικού λαϊκού καφενείου, εκεί κοντά στο Λιμεναρχείο της πόλης μας, που συχνάζω κι εγώ χρόνια τώρα.

Καθημερινά και με απογευματινές, βραδινές αποκλειστικά παρουσιάσεις πελατών – θαμώνων, όσων επί τω πλείστον, συνταξιούχων Αλεξ/πολιτών, απαρτίζουν το κάδρο του καφενέ.

Εκείνο το βραδινό του Ιουλίου, καλά κρατεί η αναμμένη φουφού της κουφόβρασης που ψήνει τους παρευρισκόμενους στο ζουμί τους, και όλοι αναζητούν ξεμούδιασμα και δροσιά στις έξω περιμετρικές καρέκλες του μαγαζιού.

- Advertisement -

Πρόσωπα γνώριμα, φίλοι από παλιά, νοικοκυραίοι, σοβαροί, οι περισσότεροι με αποθέματα αξιοπρέπειας.

Στο τυπικό λίστας ονομάτων, κυριαρχεί ο Γιώργος όνομα δυσεύρετο, δύο – τρεις Μιχάληδες, Κωστήδες και οι λοιποί με χριστιανοβαπτιστικά κοινά ονόματα.

Είπαμε, πολλοί συνταξιούχοι, ένας εν ενεργεία δικηγόρος άπιαστος στο τάβλι, δύο – τρία ισνάφια των γύρω καταστημάτων, ένας συνταξιούχος γιατρός – ουρολόγος, καλός φίλος με σφάλμα όχι ιατρικό αλλά με επιμονή να διαβάζει συχνά τη στήλη μου και μερικοί άλλοι του μεροκάματου και της αναμονής συνταξιοδότησης.

Τώρα, αν σας απασχολώ μ’ έναν ανούσιο πρόλογο, αυτό γίνεται, γιατί η παρακάτω εξιστόρηση ενός μερακλή του μέτριου βραστού, αξίζει τον κόπο να μάθουμε πότε, πως και γιατί ανακαλύφθηκε και διαδόθηκε αυτό το περιβόητο μαυροζούμι μ’ όλες τις παρασκευές του.

Μια πρωτότυπη περιγραφή με αρκετά αστεία σάτιρα σε διαλόγους και παραστάσεις, βάζοντας ένοχα και την δική μου παρέμβαση για πιο γρήγορο ρυθμό και ξεκάθαρα νοήματα, με το γνωστό γλωσσάρι της στήλης.

Το θέμα εξιστορεί, ένας φίλος από παλιά, μερακλής του καθημερινού καφές, φανατικός με εξάρτηση του δυνατού φλιτζανιού και την πιο πάνω θεωρία του, αναπτύσσει σ’ εμένα εκείνο το βράδυ που κάθομαι δίπλα του.

Γωνία έξω τραπέζι, σε ταλαιπωρημένη πλαστική καρέκλα, αριβάρει ο φίλος, παλιός ηλεκτρονικός μετανάστης εδώ και χρόνια, με εμπειρίες και γνώσεις επί παντός του επιστητού, ξερακιανός σαν σκουμπρί, διπλωμένος σαν εφημερίδα λόγω πάθησης της μέσης, νευρικός μόνο σε παιχνίδι τάβλι, ήρεμος σ’ άλλες φάσεις με προσμονή της έλευσης της παραγγελίας του καφέ του και γενικά συμπαθητικός τύπος, χωρίς ενοχλήσεις σε κανένα.

– Παρηγοριά είναι ο καφές κύριε ΣΧΟΛ-ιαστή, και αν δεν ξέρεις τον βρήκε κάποιος Σουλεϊμάν από την Περσία μ’ αφορμή την γυναίκα του την Λεϊλά, αν έχεις ακουστά.

– Τι είναι αυτά που λες; του απαντάω ο ανήξερος εγώ.

– Αυτά που σου λέω. Άκου να μάθεις. Τότε, πολύ παλιά, στην Καρία πόλη της Ανατολής ζούσε ο Σουλεϊμάν εκεί. Έμπορας με μαγαζί πιασμένος, με τη γυναίκα του και τον χαβαλέ του.

– Που τα άκουσες όλα αυτά ρε ηλεκτρονικέ;

– Πάππου προς πάππου.

– Για λέγε.

– Έρχεται, λοιπόν, μια μέρα στο μαγαζί του ένας ντερβίσης. Κακομοίρης, άνθρωπος του Θεού, με δισάκι τρίχινο.

Ο Αλλάχ είναι μεγάλος, του λέει. Ελέησέ με.

Βγάζει δύο μπακανότες ο Σουλεϊμάν, του τα δίνει. Ο Αλλάχ μεγάλος είναι, του λέει κι αυτός.

– Πάρτα. Τα παίρνει ευχαριστημένος ο ντερβίσης.

– Δεν βλέπω πουθενά για τον καφέ ρε φίλε; Τον διακόπτω εγώ.

– Τώρα θα τον δεις. Ανοίγει, που λες, το δισάκι ο ντερβίσης, βγάζει μια χούφτα σπόρους. Τους δίνει του Σουλεϊμάν. Πάρτα του λέει. Τι είναι αυτά, άνθρωπε του Προφήτη;

– Καφές ήτανε; ρωτάω εγώ παραξενεμένος.

– Ναι για. Καφές. Λέει στη συνέχεια ο ντερβίσης. Άμα έχεις στεναχώρια η σεβντά, η μεράκι, βράστους τους σπόρους, ρίξε μέσα και ζάχαρη και πιες το ζουμί. Θα δεις την καρδιά σου να στυλωθεί, θα γίνεις περδίκι, θα πάρεις θάρρος. Κρύβει τους σπόρους, λοιπόν, ο Σουλεϊμάν στο καφτάνι του. Πάει στο κονάκι το βράδυ. Με την γυναίκα του την Λεϊλά δεν τα καλοπήγαινε καθόλου καλά, όμως μεταξύ τους.

– Γιατί;

– Ε, δεν ξέρεις τις γυναίκες; Στραβόξυλο ήτανε η Λεϊλά, γκρινιάρα, όλο το δικό της ήθελε, τον δούλευε και καμιά φορά, του ‘ριχνε τίποτε σαλβάρια στο κεφάλι.

Πάει, το λοιπόν, σπίτι ο Σουλεϊμάν, δεν της λέει τίποτα για τους σπόρους.

– Το κράτησε μυστικό.

– Ναι, ντε. Τον γκρινιάζει η κυρά, δεν μιλάει ο Σουλεϊμάν. Σερβίρει το φαγητό με πιλάφι και άλλα νόστιμα η Λεϊλά, αλλά συνεχίζει πάνω από το κεφάλι του το μούρ – μουρ. Κάνει να βάλει ο δόλιος ο Σουλεϊμάν την πρώτη μπουκιά στο στόμα του, μπαίνει συνέχεια με την μουρμούρα η κυρά.

– Σύζυγος είσαι εσύ μωρέ; Άλλες γυναίκες περνάνε μπέηκα και εσύ με την τσιγκουνιά σου τίποτα. Άλλες φίλες μου, έχουνε ότι τραβάει η ψυχή τους και ρέβω. Έλεγε η Λεϊλά, ροδάνι η γλώσσα της, του ‘σπαγε τον τσαμπουκά του Σουλεϊμάν, δεν τον άφηνε ούτε μπουκιά να βάλει στο κουτάλι.

– Στάσου, ρε γυναίκα, της κάνει. Άσε να φαρμακώσω μια κουταλιά. Τίποτα. Το βιολί της αυτή.

– Αμάν πια ρε  Λεϊλά, άφησέ με. Πάλι τίποτα αυτή. Κάνει, στα γρήγορα, ο Σουλεϊμάν να φάει και ας λέει τον εξάψαλμο η Λεϊλά. Αμ, δε. Το βλέπει η κυρά του, τι πάει να κάνει, αρπάζει το πιάτο με το φαγητό και το πετάει με την απλάδα από το παράθυρο.

– Βρε τον κακόμοιρο. Και έμεινε νηστικός ο Σουλεϊμάν ρε φίλε;

– Νηστικός και να τον κλαίνε μέχρι και οι μιναρέδες. Θόλωσε και το μάτι του. Αλλά τι να πει; Είχε κουράγιο; Είχε θάρρος; Όχι!

Τότε κάνει έτσι και θυμάται τα σπόρια του ντερβίση. Σηκώνεται, βάζει νερό στο μπρίκι, βάζει το μπρίκι στο μαγκάλι, ρίχνει τα σπόρια, τα βράζει καλά. Έγινε ένα ζουμί καφετί, μπουρδάρει και ζάχαρη και το κοπανάει μια και κάτω στην καταπιόνα του.

Αυτό ήτανε. Τον πίνει, αγαπητέ και καρδαμώνει, κυλάει μέσα του το κουράγιο και το θάρρος, ποτάμι από φλόγα η αγανάκτηση. Τον κοίταζε η Λεϊλά.

– Τί ήτανε, μωρέ, αυτό που ήπιες; τον ρωτάει.

– Ότι γουστάρω, της κάνει, αγριεμένος ο Σουλεϊμάν.

– Τί; Θύμωσε η Λεϊλά, που πρώτη φορά στη ζωή του, της μίλησε έτσι ο άνδρας της, κάνει να του ρίξει και τα άλλα πιάτα πάνω του, όπου σηκώνεται απάνω ο Σουλεϊμάν και παίρνει τον πλάστρη που πλάθουν φύλλο για πίτες και την μαγκώνει την καλή σου ένα Σουλτάν – μερεμέτ που ήταν όλο δικό της.

– Λοιπόν;

– Τίποτα. Τσιμουδιά η Λεϊλα. Και από τότε, μόλις έκανε να μιλήσει, κοίταζε τον πλάστρη και τουμπεκί, μόλευε. Και ο Σουλεϊμάν κατεβαίνει στο μπαξέ του και φυτεύει τα σπυριά που του μείνανε. Και όταν ήρθανε και ανθίσανε και κάνανε καρπό, τον πούλαγε σ’ όλους τους άντρες που σκιαζότανε τη γυναίκα τους και έτσι έφτιαξε η κοινωνία και τρώγανε κανονικά τη σπαλιόρα τους τα γύναια. Γκέγκε;

– Ωραία ιστορία, ρε πολύξερε.

– Αμ, τι θαρρείς, μωρέ ΣΧΟΛ-ιαστή. Μπρίκια του καφέ κολλάμε και πουλάμε εμείς. Θάρρος πουλάμε. Λαμπικάρισμα. Παρηγοριά. Τι μας έχεις; Για παραπεταμένους. Θέλεις άλλον έναν καφέ να πιούμε μαζί;

– Όχι, ρε σπουδαίε. Ήπια νωρίς το απόγευμα.

– Για στάσου, μωρέ φίλε, δεν είσαι παντρεμένος;

– Είμαι.

– Ε, πιες άλλον έναν. Δεν ξέρεις τι γίνεται τώρα που θα πας σπίτι.

Και ήπιε τον τρίτο κατά σειρά, δικό του, εκείνο το βράδυ, υπερήφανος για την κοινωνική του χρησιμότητα.

Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

Aegean
Monday, June 30, 2025

Latest News

Για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιών:

Σημαντική συνεργασία Μητρόπολης Αλεξ/πολης με την Πυροσβεστική Υπηρεσία Σε μια πολύ σημαντική και αξιέπαινη κίνηση προχώρησε η Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως,...

More Articles Like This