“Εις τα παράλια της Συρίας το έτος 1860”
“Εν Ελλάδι φυσική επεκράτησε συγκίνησις δια τα παθήματα των εν Συρία (…), απεφασίζετο δ’ υπό της Κυβερνήσεως η εις τα παράλια της Συρίας αποστολή πολεμικών πλοίων».
Δεν δικαιολογείται όμως καμμιά ανησυχία. Πρόκειται για ετεροχρονισμό. Ένα μικρό ταξίδι μέσα στον χρόνο.
Βρισκόμαστε στα 1860. Δεν είναι δελτίο ειδήσεων, αλλά απόσπασμα από τα «Χρονικά του Ελληνικού Β, Ναυτικού 1833-1873» του κατόπιν ναυάρχου Δημητρίου Γ Φωκά,
Στα 1860, λοιπόν, στον Λίβανο και στην Συρία πού άνηκαν τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ξέσπασαν αιματηρές ταραχές.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, σκοτώθηκαν έντεκα χιλιάδες Χριστιανοί κυρίως Μαρωνίτες, άλλες δε τέσσαρες χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες.
Υπήρξαν και εκατό χιλιάδες πρόσφυγες, μερικοί από τους οποίους έφθασαν μέχρι την Ελλάδα.
Οι οθωμανικές αρχές επέδειξαν στην διάρκεια των γεγονότων μία φιλοσοφημένη νωθρότητα και νωχέλεια, που έβαζε σε σκέψεις για την ειλικρίνεια των προθέσεων τους να προστατέψουν τους Χριστιανούς και να ηρεμήσουν τους Δρούσους.
Απόψεις σύμφωνα με τις οποίες στα εδάφη πού κυβερνούσαν πολυχρονεμένοι Σουλτάνοι ζούσε μια πανευτυχής πολυεθνική κοινωνία πρέπει να γίνονται δεκτές με κάποια επιφύλαξη.
Η ελληνική κυβέρνηση, με σύμφωνη την κοινή γνώμη, «ήτις εκ μακρού και πικρού παρελθόντος καλλίτερον πάσης άλλης εγίνωσκε τό μέγεθος τοιούτων σφαγών», γράφει ο ιστορικός Έπ. Κυριακίδης, διέταξε, στις 7 Ιουνίου 1860, την ατμοημιολία με το ωραίο όνομα «Αφρόεσσα» να αποπλεύσει για την Βηρυττό. (Η ατμοημιολία στην καθαρεύουσα, γίνεται γολέττα με ατμό στην δημοτική.
Το εκτόπισμα της ήταν 245 τόννοι, το πλήρωμα 54 άνδρες. Θα έκανε μια συμπαθέστατη εμφάνιση στην τηλεόραση.)
Ακολούθησε, λίγες μέρες αργότερα, «προς προστασίαν των Ελλήνων υπηκόων», η «Σαλαμινία» και αυτή ατμοημιολία, κάπως αναβαθμισμένη. Πάντως, δεν φαίνεται να είχαν συμπλέγματα κατωτερότητας έναντι των, σαφώς μεγαλυτέρων. Αγγλικών και Γαλλικών πολεμικών που είχαν και αυτά καταπλεύσει εκεί.
Ή κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν εξερράγησαν άγριες ταραχές στην Δαμασκό. Είχαν ως αποτέλεσμα την σφαγή πέντε χιλιάδων πεντακοσίων Χριστιανών.
Τα νέα έφθασαν στην Αθήνα την 7η Ιουλίου, «… αυθημερόν δε διετάσσοντο να πλεύσουν εις Βηρυττόν η “Πανόπη” και η “Αριάδνη”». Η πρώτη, άλλη ατμοημιολία, η δεύτερη μεγαλύτερο πλοίο, κορβέττα.
Ο επικεφαλής της ναυτικής δυνάμεως είχε εντολή «… να υπερασπίσει το Ελληνικόν προξενείον και τους Έλληνας υπηκόους παραλαμβάνων επί του πλοίου του όσους χριστιανούς ζητήσωσιν άσυλον εν καιρώ ταραχών».
Τέταρτη ατμοημιολία, η «Πάραλος», μετέφερε τρόφιμα «… άτινα το Β. Αύλαρχείον απέστειλε προς διανομήν μεταξύ των δεινοπαθούντων χριστιανών».
Τα ελληνικά πολεμικά άρχισαν να εναλλάσσονται στην περιοχή. Τα επανερχόμενα στην Ελλάδα, μετέφεραν κάποτε και πρόσφυγες,
Κατέφθασε και ο πάρων (μπρίκι) «Αθηνά» με γιατρούς για την περίθαλψη των τραυματιών. Παράλληλα, όμως, ο διοικητής της μοίρας και ο πρόξενος μας στην Βηρυττό αρπάχτηκαν για θέματα αρμοδιοτήτων.
Και σημειώνει ειρωνικά ο ναύαρχος Φωκάς: «… πλειοτέρας πληροφορίας έχομεν περί των ελληνικωτάτων τούτων αντεγκλήσεων η περί αυτής ταύτης της εν Βηρυττώ δράσεως της ελληνικής μοίρας.
Οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις (οι δυνάμεις, κατά καιρούς, μεγαλώνουν και μικραίνουν κάποτε καταντούν μικρές δυνάμεις ή μεγάλες αδυναμίες) δραστηριοποιήθηκαν.
Ειδικότερα, οι Γάλλοι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα στην περιοχή. Λέμβοι των ελληνικών πολεμικών βοήθησαν την απόβαση τους στην Βηρυττό.
Γράφει ο Ιστορικός Κυριακίδης: “… ο δε βασιλεύς Όθων καιη κυβέρνησις ααυτού φιλοτίμως εδήλωσαν ταις δυνάμεσιν, ότι προθύμως η Ελλάς θέλει αποστείλει τάγμα ευζώνων (…), αι δύο δυτικαί δυνάμεις εξέφρασαν μεν τας ευχαριστίας αυτών τη ελληνική κυβερνήσει, αλλ’ ευγενώς απέρριψαν την πρότασιν αύτης”.
Η αντιπολίτευση κατηγόρησε Όθωνα και κυβέρνηση για την απόρριψη αυτή, που απέδωσε σε ενδοτική στάση.
Και η Υψηλή Πύλη αποφάσισε να κάνει κάτι Τουφέκισε 110 στρατιώτες της πού είχαν κάπως παρεκτραπεί και κρέμασε 57 πολίτες μεταξύ των οποίων και τον πασά, κυβερνήτη του βιλαετίου της Δαμασκού. Αποδέχτηκε δε έναν «Οργανικό Κανονισμό» πού παραχωρούσε αυτονομία στον Λίβανο.
Η «Αφρόεσσα», το πρώτο πλοίο μας που κατέφθασε στην Βηρυττό, ήταν και το τελευταίο που απέπλευσε από εκεί.
Γράφει ο Φωκάς: «.., κατέπλευσεν εις Πειραιά την 16ην Οκτωβρίου 1860, ληξάσης ούτω της εις Συρίαν αποστολής ελληνικών πολεμικών, άτινα άντεπροσώπευσαν εις τας τραγικός έκεινας ακτάς την έλληνικήν χριστιανοσύνην και την ελληνικήν φιλανθρωπίαν».
Είναι άξιο προσοχής, ότι το μικρό ελληνικό κράτος της εποχής έδειχνε κατά καιρούς την ικανότητα να παίρνει αποφάσεις «αυθημερόν». Πράγμα όχι σύνηθες σε μεταγενέστερες εποχές.
Ήταν δε σε θέση να τις εφαρμόζει με έναν κρατικό μηχανισμό, κλάδοι του οποίου φαίνονταν να είναι σε θέση να λειτουργήσουν ικανοποιητικά.
Ο Όθων δεν ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικός. Όμως, η Ελλάδα ήταν πλέον συνταγματική μοναρχία και αν «Το πρόσωπον του Βασιλέως είναι ιερόν και απαραβίαστον», οι «υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι».
Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Αθανάσιος Μιαούλης, γιος του Ανδρέα, αξιωματικός του Ναυτικού, προσωπικότητα «… με θεληματικότητα ισχυράν, κρίσιν οξείαν και χαρακτήρα άκαμπτον».
Το γιατί η κυβέρνηση του ονομάστηκε «υπουργείον του αίματος» και στερήθηκε για κάποιο διάστημα τα πολιτικά του δικαιώματα είναι άλλη ιστορία.
Προκαλεί, πάντως, σχετική συμπάθεια ή προσπάθεια μιας μικρής χώρας μέ περιορισμένες δυνατότητες να «κρατήσει την θέση της στο διεθνές πεδίο.