Της χώρας το κατάντημα, με πείραξε λιγάκι,
και μούρθε αυθόρμητα στο νου, παλιό ένα τραγουδάκι,
μην το ξεχάσουμε οι παλιοί, κι νέοι ας το μάθουν,
τα ότι πάθαμε εμείς, τα ίδια κι αυτοί μην πάθουν.
Το τραγουδούσε η Βέμπο, σ’ ένα γλυκό σκοπό,
θαρρώ πως είναι χρήσιμο,
να σας το υπενθυμίσω, το τραγουδάκι αυτό.
«Ποιος το περίμενε στ’ αλήθεια,
να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα `λέγαν κάθε βράδυ απ’ τα Λονδίνα τους.
Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,
δε θα το βάλουμε μαράζι
και δε θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν’ πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.
Σε κάθε χιονισμένη ράχη,
σαν πολεμούσαμε μονάχοι,
όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μεσ’ στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.
Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,
η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,
ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχύσαμε,
να μας καθίσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.
Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ’ ένα στόμα:
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις».
Αλεξανδρούπολη