Στη διάθεση της στήλης να δημοσιεύει δική σας ιστορία, στα πλαίσια ότι οι αναγνώστες μας δικαιούνται 15 λεπτά δημοσιότητας, ιστοριούλες, δηλαδή, με ευτράπελο περιεχόμενο και σατιρικά περιστατικά, ανταποκρίθηκαν μέχρι τώρα, πέρα του προσδοκωμένου, αρκετοί συμπολίτες μας.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής τους ευχαριστεί γι’ αυτό προκαταβολικά και τους διαβεβαιώνει ότι με επιλογή θα δημοσιεύσει στη στήλη του, την ιστορία τους.
Α, και κάτι ακόμη. Τα κείμενά σας, τα έλαβα ταχυδρομικά στο σπίτι μου. Μπορείτε να αποφύγετε αυτή την οικονομική επιβάρυνση, παραδίδοντας απ’ ευθείας αυτά στα γραφεία της Ε.Θ.
Το σημερινό κομμάτι επιλέγει καθότι αφορά αληθινό συμβάν με απίθανη κατάληξη (συγγενική τραγωδία – λαχτάρας) που το εξιστορεί ο φίλος και τακτικός αναγνώστης της Ε.Θ. κύριος Σταύρος Ζαφειρόπουλος.
Το παραθέτω, αφού προηγουμένως, ενημερώσω τόσο τον αποστολέα φίλο, όσο κι εσάς, ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστοριούλας, έκανα τις απαραίτητες επεμβάσεις.
Δηλαδή, δικός μου ο πρόλογος (εισαγωγή) πολλά λεκτικά σε διαλόγους, καλολογικές διανθίσεις σε περιγραφές προσώπων και καταστάσεων και καλόπιστα υπονοούμενα, έτσι ώστε η ανάγνωση να γίνει πιο γουστόζικη, βατή, ευχάριστη και θυμηδική.
Απολαύστε τη!
***
Ερχότανε το κύμα έξω φρενών, θεόρατο, πέντε και παραπάνω μέτρα, ψηλό, άγριο και βαρούσε με αφρισμένη μανία πάνω στα βράχια της ακτής.
Απολλωνιάδας (Γουλιανεία) εκεί που σήμερα είναι η καφετέρια “Αργώ”.
Κάτω, χαμηλά, στη φαγωμένη από τα κύματα, βάση των βράχων, οι γαντζωμένες πεταλίδες οι αρμαθιές των μυδιών και οι κοκοβιοί, απορούσανε γιατί λύσσαξε τούτο το κύμα και τα καβούρια περπατώντας πισώκωλα προσπαθούσαν να χωθούνε στις ραγάδες των βράχων.
Πέρα στο βάθος γραφότανε και ένα μεγάλο καΐκι με πανιά και άλμπουρα.
Δεν φαινότανε να κουνιέται, μόνο γραφότανε μέσα σ’ άσπρα σύννεφα και γαλάζιο ορίζοντα.
Όλα έτσι ήτανε με λαδομπογιά και στην άκρη κάτω δεξιά είχε μια τσαπατσούλικη υπογραφή: Ζώρζ Ασπρομάλλης. (Να θυμίσουμε για τους παλιούς Αλεξ/πολίτες).
Καλός καλιτέχνης, ο Ασπρομάλλης, νταμπελογράφος, σκιτσαδόρος, ζωγράφος, μακετίστας.
Γραφικός, ασουλούπωτος τύπος, ξένοιαστος, σοβαρός, οικογενειάρχης, με μαγαζί – ατελιέ, κάτω από το ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία” που μετέπειτα λόγω διαδηλώσεων για το Κυπριακό, έγινε ξενοδοχείο η “Κύπρος”, εκεί στην 14η Μαΐου, απέναντι από το τσαγκαράδικο του Καραμπουγιούκα, για όσους συγκινούνται με τα παλιά.
Έξω από τα σωληνάρια και τα κουτάκια με τα λάδια και τα υδροχρώματα, μπλε σκούρα, μπλε ανοιχτά, άσπρα, κόκκινα και ότι άλλο βάνει ο νους, είχε πάντα δίπλα από τα πινέλα και τις σπάτουλές του, φιάλες κάμποσες με ρετσίνα Αδαμίδη, μπύρα ΦΙΞ και πενηνταράκια ούζο Σαμαρά, έτσι για να συνοδεύουν την έμπνευση και την πετυχημένη καλλιτεχνία. Νόμιζε!
Γιατί ο Ζώρζ, ήτανε και δυνατός πότης, Βάκχος.
Ο ίδιος. Έλεγε με παράπονο, ότι ζωγράφιζε πολύ λίγο και ελάχιστα τοπία από περιοχές θαλάσσιες της Αλεξ/πολης γιατί δεν μπορούσε την ορθοστασία του καβαλέτου στις εκ του φυσικού παραμονής του στις ακτές και εξάλλου έπασχε από ρευματικά στα πόδια που τον ταλαιπωρούσαν πολύ.
Βλέπεις, τον ένοιαζε και η υστεροφημία του.
Γείτονες, μαγαζάτορες, άλλα ισνάφια, έλεγαν με χιούμορ, ότι ο Ζώρζ, απόκτησε τα ρευματικά, γιατί ζωγράφιζε μόνο θάλασσες και του την έδωσε η υγρασία.
Τώρα πως βρέθηκε ο κυρ- Δημητρός (υπόψη των αναγνωστών, ο κυρ- Δημήτρης, ήταν ο νονός του αποστολέα) να έχει πίνακα του Ζωρζ Ασπρομάλλη στο σαλόνι του σπιτιού του, είναι εντελώς ανεξιχνίαστο πράμα.
Ο κυρ- Μήτσος, επί τω λαϊκίστικο, λοιπόν, έβλεπε το κάδρο και βλαστημούσε ελαφρώς και καθημερινά, γιατί δεν ήταν του γούστου του, αυτός προτιμούσε πορτραίτα γυμνών γυναικών, σεξιστικές φάσεις και όχι τοπία και τέτοιες αηδίες, καθότι άτεχνος και χωρίς κουλτούρα περί τέχνης.
Βρίσκεται τώρα ένας πολύ φίλος, που κάτι ήξερε από ζωγραφιές, εκθέσεις εκτιμήσεις έργων, και κοιτάζοντας τον πίνακα του Ζωρζ, κάνει του Μήτσου:
– Σώθηκες, αδελφέ μου, για καλά μ’ αυτό το αριστούργημα.
– Τι μωρέ σώθηκα, με τα ζωγραφιστά καβούρια και τους κοκοβιούς; είπε ο κυρ – Δημητρός.
– Είναι έξοχο και νοηματικό, μια μέρα, έκανε ο άλλος, θα πιάνει πολλά τάληρα, γιατί ο ζωγράφος έπιασε το ιδιαίτερο της τέχνης και το απρόσμενο της σύνθεσης.
Κούνησε το κεφάλι του ο κυρ- Μήτσος μη καταλαβαίνοντας τα τελευταία λόγια του φίλου του.
– Ρε, άντε από εκεί με τις μουτζούρες πιάνονται τα λεφτά; Να πουλάς φαγωσιμα, να γίνεις έμπορας, να πουλάς καυσόξυλα, να πουλάς σιδηρικά και τσιμέντα μάλιστα, τη μουντζούρα ποιος πάει να την πληρώσει;
Και σκοτίστηκε ο πάσα ένας αν βαράει το κύμα στα βράχια και άστο ας βαράει, είπε τελειώνοντας ο κυρ- Δημητρός.
Η κυρία Μαρίνα, η γυναίκα του όμως πολύ της άρεσε και επειδή στο σαλόνι είχε τον παππού της με μπαμ – τυριρέλ κατσαπλιάς και τον θείο της με φυσεκλίκι του Μακεδονικού αγώνα, ήθελε, κοντά στα ασπρόμαυρα, να βάλει ένα χρωματιστό να σπάσει την μονοτονία.
Κρεμάστηκε λοιπόν, ο Ζώρζ Ασπρομάλλης και έλεγε η κυρία Μαρίνα με πολύ καμάρι:
– Τέτοιο πράμα, τέλος πάντων, μας έλειπε, γιατί το έχουμε οικογενειακό μας καθήκον, καθόσον ο πατέρας μου πολύ τα γούσταρε και μάζευε κάδρα όλων των ειδών μέχρι στάμπες να σας δείξω στην αποθήκη το “ο πωλών τοις μετρητοίς” και την “Γενοβέφα” μεγάλης αξίας πράματα, αλλά δεν θέλω να τα εκθέσω.
Ο κυρ- Μήτσος, ο άντρας της, δεν έδινε σημασία και μάλιστα στο κάδρο του Ζώρζ, είχανε μείνει κάτι μυγοχέσματα, αλλά ούτε γύριζε να τα δει.
Τώρα ποιος του ήρθε και του σφύριξε για άλλο θέμα, σχετικό με συναλλαγματικό οικονομικό μυστικό, άγνωστο πράμα, αλλά του είπε συνωμοτικά:
– Αδελφέ, το γερό νόμισμα είναι το δολάριο σήμερα, ότι οικονομίες έχεις σε δραχμές, κάντες γρήγορα ντόλαρς.
– Σώπα, είπε ο κυρ- Μήτσος.
– Είναι η σωστή οικονομική βάση, τόπε και ο Μαρκεζίνης όταν προεκλογικά μίλησε από το ξενοδοχείο Βαλκάνια εδώ στη πόλη μας, θυμάσαι;
– Άντε, από δω, είπε ο κυρ – Μήτσος, ψευτοπολιτικούς δεν ακούω εγώ.
– Δεν βλέπεις μωρέ, μέχρι και η ΔΕΗ δανείζεται με ρήτρα δολαρίου.
Αυτό το σκέφθηκε ο κυρ – Δημητρός.
– Και λοιπόν;
– Σου ξαναλέω, ότι σου περισσεύει κάντο δολάρια.
Δύο νύχτες δεν κοιμήθηκε ο κυρ- Μήτσος και σκεφτότανε.
Τα λεφτά που μάζευε μια ζωή, που τάχε καβάντζα σε τράπεζες, τα λίγα στους κουμπαράδες του σπιτιού για ώρες ανάγκης, τα πολλά που θα έπαιρνε σε λίγες μέρες ως εφάπαξ από το ΣΕΚ (ΟΣΕ) γιατί οσονούπω έβγαινε σε σύνταξη.
Όλα αυτά ήτανε γερό μπαγιόκο.
Είχε όμως ένα άλλο φίλο, πούκανε τακτικά παρέα στον καφενέ, ο οποίος ήτανε πολύ μάγκας και μαλαγάνα στα οικονομικά, αφού ξεμεροβράδιαζε στο exchange του αγρυροαμοιβού Λεφτέρη, εκεί στην αρχή της 14ης Μαΐου, δίπλα στο σημερινό καφενείο του Λαλέτα που έγινε γνωστός σαν changeur (Σαράφης δηλαδή) και που τον πιλάτευε διαρκώς τον κυρ – Μήτσο, να του κάνει δολάρια τις δραχμές του. Με το αζημίωτο βέβαια.
– Τα πληρώνεις 31 μισό, τούλεγε.
Πολλά ήτανε, αλλά στο τέλος τόκανε απόφαση,
Τι δηλαδή, καρύδια ν’ αγοράσεις την σήμερον ημέρα θα πετάξεις τα φλούδια. Πατάτες να αγοράσεις θάχεις 10% φύρα.
Παντελόνι καλό ν’ αγοράσεις από τον Καϊλιάν, θα σου φαγωθεί ο καβάλος. Παπούτσια να πάρεις, σεβρώ, θα λιώσει η σόλα ούτε θα το καταλάβεις από τους χωματόδρομους της Αλεξ/πολης.
Το λοιπόν 31 μισό να του φέρει κατοστάρικο, άντε ένα τη μία μέρα, άντε δύο τη μέρα, να έχεις σωστή βάση την πράσινη, Να ξέρεις τι σου γίνεται.
Μετρητά, λοιπόν, ήθελε ο κυρ- Δημητρός και τα έκανε όλα πεντακοσάρικα. Δολάρια.
Τα πήρε και τα έκρυψε σπίτι και δεν έλεγε σε κανένα, ούτε στη γυναίκα του, την κυρία Μαρίκα.
Ο φίλος του, πάντως ο κοντραμπατζής του φέρθηκε στο πολύ εντάξει, τίμια και σωστά στο μέτρημα.
Τώρα, τις Κυριακές τα πρωινά, μετά την εκκλησία, συναντιόντουσαν για καφέ στο σπίτι η φιλενάδα της κυρά – Μαρίκας η πολύξερη κυρά – Ευτέρπη με το όνομα.
Αχ, Μαρίκα μου, έλεγε, που πήγαμε χτες στου Βαρδουλάκη του προϊσταμένου στο σπίτι, καλέ τι σπίτι ήτανε αυτό; Παλατάκι σωστό, και είχε απ’ όλα.
Και να δεις Μαρίνα, επίπλωση, και να δεις μπουφέδες και να δεις κόσμο. Καλέ ξέρουνε και ζούνε, όχι σαν εμάς, που κρυβόμαστε από τον Θεό.
Ζήλευε η κυρά Μαρίκα.
Και μια μέρα λέει μόνη της, μέσα της “καλέ γιατί να μη κάνω κι εγώ το σπίτι μου, να ζήσουμε και εμείς σαν άνθρωποι, που ο άντρας μου πια με έχει βάλει στη ναφθαλίνη και στο μούσκο.
Πόσα χρόνια έχουμε ακόμα; Να, βιός είναι αυτός, έρχεται και παρέρχεται.
Ακούσας όμως ο κυρ – Μήτσος, περί έξοδα και περί έπιπλα, βγήκε από τα ρούχα του.
– Είσαι με τα καλά σου, ρε γυναίκα; Και γιατί δηλαδή μια χαρά δεν περνάμε; Και το φαΐ σου τόχεις και το ρούχο σου τόχεις και την ζέστη σου την έχεις, χώρια που πας και το καλοκαίρι 15 μέρες στη Σαμοθράκη.
Το λοιπόν μαλώσανε για καλά, αλλά πεισμώσας η κυρία Μαρίκα είπε: Εγώ θα το κάνω και λογαριασμό δεν σου δίνω και λεφτά δεν θέλω, θα βρω μόνη μου και έχω και τις οικονομίες μου στη μπάντα.
Έφυγε ο κυρ – Δημήτρης για τον καφενέ και την ώρα που έκλεινε την πόρτα έριξε κι ένα βρισίδι:
“αει στο διάολο, θεόμουρλη, σάμπως και είχες ποτέ μυαλό, φταίω εγώ που πήγα και σε πήρα”.
Όπου ένα μεσημέρι, πάει να μπει στο σπίτι του και βλέπει στο κατώφλι και έξω από την πόρτα, έπιπλα και ένα αυτοκίνητο δίπλα που τα ξεφόρτωνε.
– Τι είναι αυτά; ρώτησε και του είπανε οι εργάτες: Στου κυρίου Μήτσου μεταφέρουμε, τα παράγγειλε ο κυρία του, πριν μιας βδομάδος.
Ωραία πράγματα ήτανε, καρυδόξυλα, βυσινόξυλα, αλλά που τα λένε πιτς -πάιν και τέτοια.
Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του συζύγου, διότι αυτά φαινόντουσαν, ήτανε ακριβά πράγματα, δεν ήταν πάφυλλα, νοβοπάν και γυαλάδες.
Και κάνει έτσι, τι να δει: Όλη η παλιά επίπλωση πούχανε στο σπίτι έλειπε.
– Τι έκανε μωρέ εκεί; έβαλε τις φωνές.
– Αυτό που σούλεγα, έγινε, απάντησε η κυρα Μαρίκα.
– Εγώ λεφτά δεν δίνω, ανταπάντησε εξοργισμένος ο κυρ – Μήτσος.
– Τι λες καλέ, ούτε και που θέλω, είπε αυτή.
Τα πλήρωσα όλα, ντούκου. Και συμφώνησα σε πολλά με τον έμπορα για καλή τιμή και μ’ ανταλλαγή σ’ άλλα.
Βέβαια αυτό το τελευταίο δεν πολυάρεσε του κυρίου Δημητρού, αλλά ανέπνευσε, κάτι ήτανε κι αυτό.
Μπήκε στο σαλόνι και καμάρωνε.
Να, είδες η Μαρίνα, το περίμενες από αυτήν, τα κατάφερε.
Και ύστερα κοίταξε τον τοίχο και σάμπως να του φάνηκε ότι κάτι έλειπε.
– Τι έγινε εκείνο το κάδρο του Ζώρζ με τη ζωγραφιά της θάλασσας; ρώτησε.
Η μαντάμ Μαρίνα, χαμογέλασε.
– Νάτο, και έδειξε όλα τα καινούργια έπιπλα.
– Δηλαδή; ξαναρώτησε ανήσυχος ο άντρας της.
– Αμ, πως, συμπλήρωσα με τα λεφτά που είχα, δίνοντας κι αυτό. Πολύ το εκτίμησε, μάλιστα, ο επιπλάς που με είπε ότι είναι συλλέκτης και φιλότεχνος και ξέρει να εκτιμά ζωγραφιές.
Αυτό το παλιόπραμα το πήρε όσο όσο, και θα το στείλει σε έκθεση ζωγραφικής στο εξωτερικό.
Αστείο πράμα, τον ξεγέλασα. Είπε χαχανίζοντας θριαμβευτικά η κυρα – Μαρίκα.
Και να σκεφθείς Μήτσο μου, ότι στην αρχή δεν το θέλησε, αλλά μερικές μέρες αργότερα συμφώνησε μ’ αυτά πούθελα εγώ.
Ο κυρ- Μήτσος ζαλίστηκε.
– Δηλαδή, είπε, πάει το κάδρο, δεν μπορούμε να το πάρουμε πίσω;
– Τι αν το κάνεις. Ένα κάδρο ήτανε με μια άσχημη χοντροκομένη κορνίζα παχιά, που δεν στεκότανε και καλά στον τοίχο μας, ένεκα που το πίσω μέρος του ήτανε πιτσκαρισμένο και ασουλούπωτο σαν γκαστρωμένη κοιλιά, χωρίς ισιάδα καμία.
Ο κυρ – Μήτσος έκατσε σε μια πολυθρόνα, ζήτησε νερό; Ζήτησε αιθέρα και τον πήγανε στο νοσοκομείο.
Γιατί κανείς δεν ήξερε, ούτε η κυρά Μαρίκα που έμαθε πολύ αργότερα, ότι μέσα στο κάδρο και στο πίσω μέρος ο άντρας της είχε κρύψει τα κατοσταδόλαρα προς 31 και πενήντα το δολάριο.
Και η βαθιά γαλάζια θάλασσα, το καΐκι, τα καβούρια, οι κοκοβιοί και τα βράχια με τα μύδια στο κάδρο, γελάγανε ομαδικά και χαιρέκακα που δεν τ’ εκτίμησε επαρκώς η κυρά Μαρίκα και αλλάξανε αφεντικό.
Είδες που ο Ζώρζ, στη φάση αυτή έγινε ανεκτίμητος ζωγράφος παρακαλώ.
Που να το φαντασθεί.
Α, ρε παιχνίδια που παίζει καμία φορά η μοίρα των καλλιτεχνών.