Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Άλλο ένα προσωπικό περιστατικό, που μου έστειλε αναγνώστης της στήλης, που περιγράφεται πιο κάτω,, μέσα στα δικαιωματικά πλαίσια της 15λέπτου δημοσίευσης, που έχει καθ’ ένας αναγνώστης.
Αφορά ένα “Αξιντάν” συμπολίτη μας, που εμπίπτει στη δίνη μιας άδικης απόδοσης τιμωρίας, της εποχής που η δικαιοσύνη για απλές σκανδαλιές των νέων ήταν αδίσταχτα συντηρητική και αγγιστρωμένη σε ταμπού.
Αντί για μια νοσταλγική η αναμηρυκαστική αφήγηση, ο επιστολέας μου, παρέμεινε και τώρα στα γεροντάματά του, κατήγορος και απαξιωτικός για τους κοινωνικούς νόμους που επικρατούσαν τότε.
Λοιπόν, εξυπακούεται, ότι παραθέτω το “Αξιντάν” αυτό αφού πρώτα το “ζωγραφίζω” με σατιρομπογιά, όπως εγώ ξέρω, κι αν θέλετε το διαβάζετε, ή όχι. Μπιεμέμ!
Α, ακόμα κάτι. Για να γίνει το κομμάτι πιο γλαφυρό και σουρεαλιστικό, παίρνω μέρος κι εγώ στο όλο σκηνικό της αφήγησης, έτσι σαν αόρατο πρόσωπο αριστοφανικό, μεταφορικά δηλαδή για να κατανοηθεί πιο καλά το θέμα του περιστατικού, με συμμετοχή, όμως μόνο σε διαλόγους.
Και όλο αυτό, με συγγραφική αδεία που λένε.
Το ψώνιο μου, όρια δεν έχει, βλέπετε!
Πολλά είπαμε και πάμε γρήγορα στο “ΑΞΙΝΤΑΝ”.
Τα παιδιά είναι στο Αστυνομικό Τμήμα της Αλεξ/πολης.
Μελαγχολικά, προβληματισμένα. Συνελήφθησαν. Έχουνε κάτι μούτρα και τα δύο, κατεβασμένα του θανατά.
Με ρούχα της δουλειάς, λερωμένες φόρμες από γράσα και βαλβολίνες.
Με νταλγκάδες και αναστεναγμούς. Με αγανάκτηση. Μιλάει ο πρώτος. Λίγο μάγκικα, αλλά παλικαρίσια.
– Άδικο κύριε.
– Μα τί έγινε;
– Δεν έμαθες; Εδώ μας έβγαλε βούκινο όλη η πόλη.
– Κλέψατε;
– Δεν είμαστε τέτοιοι.
– Χτυπήσατε κανένα;
– Καθόλου και εντάξει.
– Τότε;
– Δώσε βάση. Δουλεύουμε σε μηχανουργείο και οι δυό μας, εκεί κοντά στο γκαράζ των αδελφών Καραΐσκάκη, στην κατηφόρα του Αμερικάνου που λένε.
Κανονικά στην ώρα μας, ρολόι στη δουλειά μας, τσίφτηδες και αγαπημένα καρντάσια, κερί αναμμένο στο αφεντικό μας μάστρο – Θανάση.
– Ωραία, μπράβο.
– Παρασκευή, πέφτει το μεροκάματο, θα τα πάμε στο σπίτι και θα κρατήσουμε κάτι και για μας, σινεμάδες Τιτάνια και Ηλύσια για καουμπόικα, για κανένα γλυκό και μπουγάτσα στο Ελβετικό, τίποτε για μπατιρόσπορα και εισιτήρια για φουτ – μπολ με Εθνικάρα.
Ε, νέοι είμαστε και εμείς, τα Σαββατοκύριακα θέλουμε να ξεσκάσουμε. Με πιάνεις;
– Πολύ σωστό. Ως εδώ δε βλέπω γιατί σας κουβάλησαν μέσα;
– Πρόσεξε. Πιο πάνω από το μηχανουργείο, ξέρεις, είναι το γυμνάσιο και το παράρτημά του στην αυλή του Αγίου Νικολάου. Σχολάνε, να πούμε, τα γυμνασιοκόριτσα, σχολάμε κι εμείς. Μεσημεράκι, την αράζουμε στον τοίχο του κτιρίου της εφημερίδας του Φανφάνη, απέναντι στην κατεβασιά των κοριτσιών, τις βλέπουμε το λοιπόν, τρεχαλατσούδες και τσαχπίνικες, άλλες σοβαρές, άλλες αλαφροΐσκιωτες, άλλες με ποδιές μέχρι τον αστράγαλο, του κατηχητικού, άλλες ξεκούμπωτες μέχρι πάνω από το γόνατο οι μπλε ποδιές, αεράτες, μαντολάτες και λαστιχένια κορμιά.
– Και κάνατε καμία ανοησία;
– Ποιος έχει δάκτυλο σε μέλι και το αγλύφει;
– Τις πειράξατε χοντρά;
– Αθώα. Μα την Παναγιά.
– Και σας πιάσανε;
– Αυτό είναι, μέσα είσαι.
– Μήπως λέω πάλι, τις φερθήκατε πρόστυχα;
– Καθόλου. Να σου δώσω να καταλάβεις. Είναι λέει, μαθήτριες. Μάλιστα και καλά κάνουνε, να πηγαίνουν πιο συχνά στο κατηχητικό του πάτερ – Αντρέα με τις άλλες, να γίνουνε άγιες. Εμείς, όμως, έχουμε αίμα στις φλέβες μας, δεν έχουμε φλαμούρι.
– Έπειτα;
Είναι, λοιπόν κάτι πράματα που κολάζουνε Αγιό Γιώργηδες. Με την ποδιά ανοιχτή μπροστά, όπως είπα, το μαλλί ανεμοδούρα φουντωτό, το κορμί κουνιστό παρεξηγήσιμο, με τα χαχανητά του πόθου και της αμαρτίας και άλλα τέτοια αναστενάρικα.
Περνάνε, που λες, και ρίχνουν κάτι καρφωτές που είναι όλο νόημα για γνωριμία και πλεύρισμα.
Και εμείς όλη μέρα κλεισμένοι μέσα στη σκουριά και στα παλιοσίδερα, το θέλουμε το αναψυκτικό μας.
– Και τις προκαλέσατε άγρια;
– Μπα, κάτι τις είπαμε πειραχτικά, δεν κάνουμε και τις άσπρες λαμπάδες. Αγόρια εμείς, κορίτσια αυτές, την πετάξαμε την κουβέντα.
– Και τα κορίτσια;
– Δεν τα ξέρεις; Ξαφνικά σε βρίζουνε, τάχα δεν θέλουνε να ακούνε, αλλά το λαχταράνε να το ακούσουνε και μόλις και το πεις, πετάνε την παρόλα τους: άντε να χαθείς αλήτη. Έτσι έγινε και ξαφνικά από πίσω, προχτές την Παρασκευή όπως σου ‘πα, ήρθε ο τράγος μαζί με ένα άλλο τραγί.
– Ποιος;
– Ο Γυμνασιάρχης, κάποιος ονόματι Κάρτσωνας και ο γυμναστής μαζί του. Κουβαλήσανε και την Αστυνομία που ήρθε σε λίγο, μας σβερκώνουν, το λοιπόν, και ελάτε στο μπαλαούρο για μια μικρή ανάκριση.
– Ε, καλά. Δεν θα σας τουφεκίσουν κιόλας.
– Ποιος μιλάει για φονικό και μπαταριές. Για το άδικο μιλάω. Για παράλογο πέρα για πέρα άδικο.
– Για, ρίξτα και σπάστα.
– Δεν είναι δηλαδή άδικο; Γιατί τις αφήνουνε αμολητές στο σχόλασμα; Εδώ, κύριε, αυτά δεν είναι πλάσματα, αγνού λαναρίσιου μαλλιού. Αυτά είναι πυρομαχικά. Μπαρούτια άκαπνα και μαύρα. Ασετιλίνες και ναρκοπέδιο Τέλερμαν.
Και εμείς, που λέει ο λόγος, βράζουμε, Ούτε 25 χρονών δεν είμαστε. Πως θέλεις κύριος; Να κάτσουμε στα κατώφλια της Μητρόπολης και στον Άγιο Νικόλαο να ψέλνουμε τροπάρια. Αφού μας δείχνουνε το μπουρεκάκι, το σιροπιαστό μπακλαβαδάκι, έτσι λέμε. Παναγιά μου και να το τρώγαμε.
Επειδή δηλαδή οι δάσκαλοι έχουν κοιμηθεί με αρχαία ηθικά βιβλία, πρέπει να εμείς να λιγουρεύομαστε λατινικά και θρησκευτικά. Τις πειράξαμε; Εντάξει. Ας μας τραβούσανε τα αυτιά και όχι να χάσουμε τα μεροκάματα της άλλης εβδομάδας που μας καλούσανε στην Αστυνομία για ανάκριση όλες τις μέρες πρωινιάτικα.
Και άμα θένε να τις φυλάνε, ας τις κλείσουνε στα φορτηγά του Δήμου να τις κάνουνε διανομή στα σπίτια τους.
Και τέλος, ας τις ντύσουνε καλογερίστικα να τις κουμαντάρει ο πάτερ Ανδρέας και το επιτελείο του.
Και είχε δίκιο, πέρα για πέρα το παιδί.
Ο ΣΧΟΛ- ιαστής