Το “ΟΧΙ” στον Ιταλό επιδρομέα, ελέχθη από τον Ιωάννη Μεταξά, αλλά ασφαλώς πραγματοποιήθηκε από ολόκληρο το Έθνος, που πολέμησε υπέρ “Βωμών και Εστιών” γνωρίζοντας ότι η Δόξα έχει “ες αεί” μεγαλύτερη αξία από τη Νίκη
Κανείς, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να αποδώσει το βαθύτερο νόημα της 28ης Οκτωβρίου 1940 καλύτερα και πληρέστερα από τον ίδιο τον Πρωτεργάτη της.
Πράγματι, την πρωίαν της ενδοξότερος ημέρας της νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας, ο Ιωάννης Μεταξάς, μέσα σε λίγες λέξεις, συνέλαβε και εξέφρασε όλο το μεγαλείο αυτής:
«Θα νικήσωμεν», είπε, «άλλα διά τους Έλληνας υπέρ την Νίκη, η Δόξα».
Η σύντομη αυτή φράση απετέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθον πάνω στον όποιο στηρίχθηκε ολόκληρη η θριαμβική αλλά και δραματική πορεία προς την δόξα, που άρχισε την πρωίαν της ιστορικής εκείνης ημέρας και έφθασε στο αποκορύφωμά της με την ηρωική μάχη της Κρήτης.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ασφαλώς και είχε προβλέψει, με την οξυδέρκεια και την ευφυΐα που τον χαρακτήριζαν, ότι «οι Μήδοι στο τέλος θα διαβούν».
Αλλά την τραγική εκείνη νύχτα της 27ης προς την 28ην Οκτωβρίου του 1940 ούτε δι’ ένα δευτερόλεπτο δεν εταλαντεύθη, δεν εδίστασε.
Η απόφαση είχε ληφθεί από καιρό: Από την ατίμωση και την προδοσία είχε προτιμήσει αυτό που επέβαλε η συνέπεια και η φυσική εξέλιξη κάποιων άρχων, κάποιων ιδανικών, που είχαν αρχίσει, αιώνες πριν, με το «Μολών Λαβε» του Λεωνίδα και με το: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι ούτ εμόν έστι ουτ’ άλλου τινός των εν αυτή οικούντων. Πάντες γαρ κοινή γνώμη αυτοπροαιρέτως αποθανύμεν μή φειδόμενοι της ζωής ημών» του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Πιστός στην αξία των προαιώνιων ιδανικών του Έθνους, ήτο επόμενον, ότι προτίμησε να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο του αγώνα και της θυσίας από τον εύκολο δρόμο της ταπείνωσης και της ατίμωσης.
Αλλά στην απόφαση του αυτή δεν υπήρξε μόνος.
Την πρωίαν της 28ης Οκτωβρίου όλο το Έθνος βρέθηκε ολόψυχα χωρίς ενδοιασμούς και μεμψιμοιρίες, στο πλευρό του.
Η υπερήφανος απάντηση, την οποία είχε δώσει στον άτυχη Ιταλό Πρέσβυ «επομένως έχουμε πόλεμο!», μετετράπη στην πολεμική ιαχή του «ΟΧΙ» που συνεκλόνισε και εμψύχωσε όλους τους Έλληνες.
Έτσι, έκτος των άλλων, η 28η Οκτωβρίου κατόρθωσε να συνενώσει όλους τους Έλληνες και να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις, τις απολύτως αναγκαίες για την δημιουργία του μεγάλου έπους.
Εμείς, στους σημερινούς καιρούς, μικρόψυχοι και μή δυνάμενοι να αντιληφθούμε πλήρως το μεγαλείο των ήμερων εκείνων θέτουμε ψευδή διλήμματα: Ποιος είπε το όχι; Ο Ιωάννης Μεταξάς ή ο Ελληνικός Λαός;
Αλλά την απάντηση την έχει ήδη δώσει ο ίδιος. Είχε πει, προ του θανάτου του: «Τας ηθικάς δυνάμεις τας οποίας αναπτύσσει σήμερον ο Ελληνισμός δεν τας δημιουργήσαμε ημείς. Ημείς τας αφυπνίσαμε, τας εσυντονίσαμε και τας ωθήσαμε προς τα εμπρός.
Το έργον το ιδικόν μας ήτο έως εκεί. Το υπόλοιπον και το θαύμα το όποιο επιτελείται σήμερον είναι έργον του Ελληνικού Λαού».
Κι σε άλλον λόγον του, επίσης, επισημαίνει:
«Ο Ελληνικός Λαός εις την κρίσιμον και την μεγάλην στιγμήν της απρόκλητου επιθέσεως απέδειξε εις όλον τον πολιτισμένο κόσμο, ότι η ζωή δεν τον ενδιαφέρει, παρά μόνον όταν πρόκειται να ζήσει ως λαός ελεύθερος με άθικτον το πάτριον έδαφος και με απρόσβλητον και αμεί-ωτον την εθνικήν και φυλετικήν του αξιοπρέπεια.
Το Έθνος ολόκληρο απέδειξε, ότι δεν έχει σημασία το να ζει κανείς, αλλά το πώς θα ζει.»
Το ανωτέρω ψευδές δίλημμα, επομένως, θα είχε σημασία εάν υπήρχε διάσταση απόψεων ηγέτου και λαού. Άλλ’ ώς προανεφέρθη, την 28ην Οκτωβρίου όλο το Έθνος ήτο ενωμένο και βούληση είχε μία και μόνη: αυτή που εξέφραζε ο ηγέτης του.
Το Έθνος και ο ηγέτης του απεφάσισαν να ακολουθήσουν τον δρόμο της ένδοξου θυσίας και όχι τον δρόμο της υποταγής και του ηθικού εξευτελισμού.
Το «ΟΧΙ», επομένως, ελέχθη από τον Ιωάννη Μεταξά, αλλά, ασφαλώς, πραγματοποιήθηκε από ολόκληρο το Έθνος.
Αυτή η ομοψυχία ηγεσίας και λαού θεμελίωσε το ανυπέρβλητο αυτό ιστορικό γεγονός: Της νίκης των ολίγων επί των πολλών, των υλικώς ανίσχυρων αλλά ηθικώς ισχυρών επί των υλικώς ισχυρών αλλά ηθικώς ανίσχυρων.
Της νίκης του Δικαίου επί του Άδικου.
Την 29ην Ιανουαρίου του 1941, ο Ιωάννης Μεταξάς απεβίωσε και το τέλος του δράματος ήτο πλέον ορατό στο εγγύς μέλλον. Η ήμερα του θανάτου του απετέλεσε ακόμα ένα ορόσημο στην Ελληνική Ιστορία.
Το Έθνος ολόκληρο ενωμένο ως ένας άνθρωπος έγειρε πάνω στο φέρετρο του και θρήνησε τον ηγέτη του.
Έτσι ο μεγάλος νεκρός, διαβαίνων εκ της πρόσκαιρου ζωής εις την ατέρμονα αιωνιότητα, κατόρθωσε πάλι να ενώσει πάνω από την σορό του ολόκληρο τον απανταχού της γης Ελληνισμό.
Σήμερα, έχουν περάσει από την εποχή εκείνη εβδομήντα και πλέον χρόνια.
Η Ελλάς, εν μέσω κακουχιών και δυσκολιών, εξακολουθεί τον προαιώνιο και συνεχή αγώνα της επιβιώσεως και εδραιώσεως της εν μέσω μίας καταφανώς καθέτου και παγκοσμίου πτώσεως των ηθικών άξιων.
Αξίζει όμως, ως ελάχιστο φόρο τιμής, να θυμηθούμε σήμερα τις ένδοξες εκείνες ήμερες, ήμερες εθνικής και ψυχικής ανατάσεως.
Να αναλογισθούμε την ηθική υποχρέωση μας να παραμείνουμε πιστοί στο μεγάλο δίδαγμα της εποχής του ’40.
Και να κλείνουμε ευλαβώς το γόνυ στην ανάμνηση όλων των δημιουργών των ένδοξων εκείνων ήμερων από τον ηγέτη μέχρι τον αφανή εκείνον στρατιώτη που άφηνε την τελευταία του πνοή στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, μαχόμενος υπέρ «Βωμών και Εστιών».
Η θυσία όλων έχει ανυπέρβλητο αξία, διότι όλοι εγνώριζαν, ότι πολεμούσαν πιστοί στις αρχές του Γένους των.
Και; τέλος, διότι ενδομύχως εγνώριζαν όλοι, ότι η Δόξα έχει «ες αεί» μεγαλύτερη άξια από την Νίκη.
Δημοσθένης Γερ. Ρουχωτάς
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω ε.τ.