9.4 C
Alexandroupoli
Friday, June 20, 2025

Γαϊδουρινή ραψωδία

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

Unknown-86

Από το βιβλίο του συμπολίτη μας και φίλου Γιώργου Σταυρίδη με τίτλο “Το φεγγάρι ήτανε μισό” εκδόσεις Δίαυλος cop 1998, αντιγράφω αποσπάσματα ενός σατιρικού και λίαν πρωτοτύπου συμβάντος που διαδραματίστηκε στην Αλεξ/πολη τη δεκαετία 50-60 και έγινε με την αφορμή της αναγκαστικής παραμονής ενός τσίρκου ονόματι MEDRANO στο σιδηροδρομικό KARMITER, εκεί πέρα στον DEPO (Γαλλικός σταθμός).

Μια μικρή ομάδα πιτσιρικάδων με επικεφαλής τον υποφαινόμενο, αναστάτωσαν την απολυφατική και μεταπολεμική ήσυχη γειτονιά Μνηματάκια με μια παράτολμη και επεισοδιακή παιδική σκανδαλιά.

- Advertisement -

Όπως αναφέρεται στην προεισαγωγή του βιβλίου, με την άδεια του συγγραφέα ο οποίος επιτρέπει την αναπαραγωγή αποσπασμάτων της έκδοσης και ότι δεν θα εντάσσεται αυτό στα πλαίσια των διατάξεων του Ν. 2121/93 περί κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, παραθέτω αυτούσιο το απίθανο αυτό “STORY” που έγινε με ήρωες μιας χούφτας παιδιών από τον μαχαλά Μνηματάκια της πόλης μας.

Απολαύστε το!

***

Μετά τον πόλεμο και την καταστροφή του Εικοσιδύο, οι πρόσφυγες που είχαν έρθει κυνηγημένοι από τη Μικρά Ασία στην πόλη έψαχναν μέρος να στήσουν το καινούργιο τους νοικοκυριό. Μερικές οικογένειες είχαν τον τρόπο τους και ταχτοποιήθηκαν στα καλά σπίτια στον κεντρικό δρόμο, αλλά το πρόβλημα ήταν η φτωχολογιά. Τότε η κυβέρνηση έβαλε μαστόρους και φτιάξανε κάτι σπιτάκια στη βορεινή πλευρά της πόλης. Τα σπιτάκια αυτά ήταν τετράγωνα και μακρόστενα, με κόκκινα κεραμίδια και αυλίτσα στην πίσω μεριά. Εσωτερικά υπήρχε ένας στενός διάδρομος, που άρχιζε από την εξώπορτα και τέλειωνε στην πόρτα της αυλής. Η μια πλευρά του διαδρόμου ήταν τοίχος και η άλλη είχε τις δύο πόρτες, για την κρεβατοκάμαρη και την κουζίνα. Τώρα, στην εξώπορτα μπροστά στο δρόμο, υπήρχαν τρία τσιμεντένια σκαλάκια, που τ’ ανέβαινες για να μπεις στο σπίτι. Τη γειτονιά την ονόμασαν «τα Τσιμεντένια», γιατί τα σπιτάκια ήταν χτισμένα με τσιμέντο και όχι με λάσπη που χρησιμοποιούνταν παλιότερα.

Στα πρώτα σπίτια, εκεί που τέλειωναν «τα Τσιμεντένια», και άρχιζαν τα Μνηματάκια έμενε ο κυρ Παναγιώτης ο γαλατάς, μαζί με τη γυναίκα του και το γιο του τον  Γιώργο. Ο Γιώργος ήταν ψηλός για την ηλικία του. Κόντευε τα έντεκα, μα όλοι τον νόμιζαν για μεγαλύτερο. Είχε το διάολο μέσα του. Ήταν ζωηρό παιδί και τζαναμπέτικο, που το μυαλό του πήγαινε όλο στο στραβό. Κορόιδευε τα πιο μεγάλα παιδιά, κι αυτά τον κυνηγούσαν για να τον δείρουν. Μα έτρεχε τόσο γρήγορα, που ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να τον πιάσει, κι όλοι έλεγαν πως άμα μεγαλώσει ο Γιώργος θα γίνει πρωταθλητής στο τρέξιμο.

Ο κυρ Παναγιώτης το πρωί, έζευε στο κάρο με τις δύο ακτινωτές ξύλινες ρόδες το γάιδαρο, φόρτωνε πάνω δύο μεγάλα γκιούμια και πουλούσε φρέσκο γάλα στις γειτονιές. Τώρα ο κυρ Παναγιώτης γαλατάς είχε γίνει απ’ ανάγκη. Ούτε ζώα είχε ούτε ποτέ του είχε αρμέξει ζώα. Ψαράς ήταν ο άνθρωπος στην Αίνο. Η τύχη όμως το ‘φέρε -αφού δεν είχε πάρει και τίποτα μαζί του στο διωγμό – κι ένας κουμπάρος του μίλησε γι’ αυτόν στο βλάχο που είχε μαντρί στα «Ντάμια». Τα συμφωνήσανε τότε, κι έτσι έγινε γαλατάς ο άνθρωπος.

Ο κυρ Παναγιώτης τα παλιά τσέρκια απ’ τις ρόδες του κάρου, τα κρεμούσε σ’ ένα μεγάλο καρφί στον πάσσαλο της αυλόπορτας, από τη μέσα μεριά. Το καλοκαίρι λοιπόν που έκλειναν τα σχολεία, τα παιδιά έκλεβαν τα παλιά τσέρκια και μ’ ένα συρμάτινο γάντζο που τον έφτιαχναν μόνα τους, τα κυλούσαν τρέχοντας στους δρόμους και ντουμάνιαζαν τον τόπο με σκόνη. Τότε, οι γειτόνισσες τα έβαζαν με το γαλατά που δεν πρόσεχε τα πράγματα του και του τα έκλεβαν τα παιδιά. Του κυρ Παναγιώτη πολύ του κακοφαινόταν που του λέγανε λόγια οι γυναίκες, γιατί αυτός τα τσέρκια τα κρεμούσε στον πάσσαλο μόνο και μόνο γιατί από κει τα έκλεβαν τα παιδιά. Μια χρονιά τα είχε αφήσει έξω απ’ τα σύρματα της αυλής και ολόκληρη βδομάδα δεν τα ‘χε κλέψει κανένας!

Ο γαλατάς, στο ταβερνάκι του μπαρμπα-Βασίλη, έμαθε πως ήρθε ένα τσίρκο μ’ άγρια ζώα.

Μερικοί άνθρωποι, έχουν μια αρετή μέσα τους. Μπορεί λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι να βρεθούν σε λάθος μεριά, και η αρετή τους να πάει χαμένη. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να έρθουν έτσι τα πράγματα, δηλαδή να φάει το σκουλήκι τα «τουρέλα» της μαούνας, κι ένα βράδυ, με δυνατό Νοτιά, να κάνει νερά, χτυπώντας πάνω στα βράχια του μώλου, να βουλιάξει, και μην έχοντας άλλη περιουσία ο μπαρμπα-Βασίλης, να γίνει ταβερνιάρης. Και τότε ξεπήδησε από μέσα του η αρετή του. Ήταν ένας μάγος. Μπορούσε να τηγανίσει τις σουπιές και να ψήσει τα χέλια στα κάρβουνα έτσι, που η νοστιμιά τους δεν καθόταν στη γλώσσα σου, μα πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά σου. Ακόμη, το λάχανο τουρσί με το μπόλικο κόκκινο πιπέρι, δεν έχει καμιά σχέση με την ιδέα που πιθανόν υπάρχει στο μυαλό μερικών για το λάχανο τουρσί. Ο μπαρμπα-Βασίλης, σκούπιζε το πιάτο με το στουπί που είχε στην κωλότσεπη, αφού πρώτα έφτυνε στις χούφτες του, κι ύστερα έβαζε μέσα το τουρσί. Αυτό σε πολλούς θα φανεί βρωμερό, μια και μπορούν να δουν μόνο τη μια πλευρά του νομίσματος. Ο μπαρμπα-Βασίλης έφτυνε στις χούφτες του και ύστερα έπιανε τα πράγματα, γιατί έτσι γινόταν και ο ίδιος πράγμα και ξοδευόταν μέσα από την ευχαρίστηση και το κέφι των αλλονών. Όταν καμιά παρέα ερχόταν στο κέφι και τραγουδούσε «σε μια γειτονιά φτωχική… ο νους μου συχνά τριγυρίζει…», αυτός έκανε μόνο Οοου… Οοου…. και τίποτα άλλο. Και ύστερα, την ώρα της πληρωμής, μετρούσε κεφάλια κι έβγαζε όλο στρογγυλά νούμερα στο λογαριασμό, έξι, οχτώ, δώδεκα… Καμιά φορά, η ώρα περνούσε και η παρέα δεν έλεγε να φύγει. Τότε, χτυπούσε την κουδούνα που είχε κρεμασμένη πάνω από τον πάγκο της κουζίνας, κι άμα δεν κουνιόταν κανείς, πήγαινε στην πόρτα και αναβόσβηνε, τσακ-τσακ, το ηλεχτρικό.

Εκεί, λοιπόν, στο ταβερνάκι του μπαρμπα-Βασίλη άκουσε ο γαλατάς πως στο τσίρκο αγοράζουν τις γάτες και τους σκύλους δύο και τρεις δραχμές και καταχάρηκε. Σκέφτηκε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να γλυτώσουν οι δρόμοι από τα ζώα που χαλούσαν τον κόσμο τα βράδια με τους καβγάδες και τα ουρλιαχτά τους. Όμως ο κυρ Παναγιώτης ο γαλατάς, εκείνη τη στιγμή που έκανε αυτές τις σκέψεις, δεν έλαβε υπόψη του δυο πράγματα, ότι δηλαδή οι γάτες και οι σκύλοι θα τέλειωναν κάποτε, και ότι θα ερχόταν μια ώρα που οι άνθρωποι στο τσίρκο θα βαριόντουσαν τα μικρά ζώα και τη φασαρία τους και θα ζητούσαν την ευκολία τους.

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πόσες κατσίκες και πόσα πρόβατα χάθηκαν τη χρονιά εκείνη από τις αυλές και τα γύρω μαντριά. Τα μεγαλύτερα παιδιά έκαναν συμμορίες και όλη τη νύχτα τρελαίνανε τους χωροφυλάκους που περιπολούσαν με τα ποδήλατα στους σκοτεινούς και έρημους δρόμους της πόλης.

Η ώρα θα κόντευε δύο το μεσημέρι. Ο γαλατάς, απλωμένος σε μια καρέκλα, κοίμιζε πότε το ένα και πότε το άλλο του μάτι. Η γυναίκα του, αφού προσπάθησε δυο φορές να τον βάλει να ξαπλώσει σαν άνθρωπος στο ντιβάνι της κουζίνας, στο τέλος τον παράτησε συγχυσμένη κι έφυγε για το σπίτι της αδελφής της.

Τα άγρια γκαρίσματα του γαϊδάρου απ’ τη μεριά του δρόμου έκοψαν βίαια το γλυκό του χουζούρι. Πετάχτηκε όρθιος και ανοίγοντας με λαχτάρα την πόρτα, βρέθηκε όξω και τότε είδε τον γάιδαρο ανάσκελα στο χώμα, να τινάζει με δύναμη τα πόδια του στον αέρα.

Δύο τετράγωνα παραπέρα, στο ιατρείο του ΠΙΚΠΑ, ο Γιώργος του γαλατά και κάτι άλλα παιδιά -λαχανιασμένα από το τρέξιμο-έψαχναν να βρουν πού είχε χαλάσει η δουλειά. Ήσυχος καθόταν ο γάιδαρος. Τον βάφανε με το μίνιο, από το κουτί που είχαν πάρει το πρωί από τη βάρκα του κυρ Ζήση του κουτσού. Το κουτί το είχε σκεπασμένο ο κυρ Ζήσης μ’ ένα μουσαμαδάκι μέσα στη βάρκα, αλλά τα παιδιά σκέφτηκαν πως μπορεί να του το έκλεβε κανείς από κείνο το μέρος και το πήραν να το φυλάξουν. Μαζί με το κουτί την μπογιά, πήραν και δύο πινέλα. Τον έβαφαν λοιπόν το γάιδαρο κι αυτός ανατρίχιαζε από ευχαρίστηση, κουνώντας τ’ αφτιά του μπρος-πίσω. Το κακό έγινε αναπάντεχα. Ένας που έβαφε στο μέρος της ουράς, έβαλε κατά λάθος το πινέλο στην τρύπα του γαϊδάρου. Τότε το νέφτι που είχε μέσα η μπογιά, το τρέλανε το ζώο κι έγινε ό,τι έγινε. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί ο Γιώργος και οι φίλοι του είχαν συμφωνήσει με το τσίρκο να πωλήσουν τον γάιδαρο με τιμή 20 δραχμές.

***

Συμπληρώνω εκτός αποσπάσματος, για τα παραλειπόμενα του ιστορικού, ότι τον γάιδαρο τον λέγανε Μάρκο με το όνομα.

Ήτανε ένας γκρίζος γαϊδαράκος, φουκαράς, ταλαιπωρημένος και άκακος, να τον κλαίνε τα μάτια σου.

Που να τον κοιτάξει γαϊδουρίνα τον Μάιο. Τέτοιος τσιμπλής και ασουλούπωτος. Και ούτε που έτρωγε, να πεις, έτσι καλό πίτουρο να πιάσει το άντερό του μαγιά.

Μπα. Σανό και χορτάρι. Ίσα, ίσα να στέκεται στα ποδάρια του, τα τέσσερα.

Για την αντιγραφή

Friday, June 20, 2025

Latest News

Γεμάτα έρχονται και φεύγουν τα αεροπλάνα από Αλεξανδρούπολη για Κρήτη!

Την ίδια ώρα, αύξηση 12% καταγράφηκε στον μήνα Μάϊο στο «Δημόκριτος», ήτοι ταξίδεψαν 27.000 επιβάτες Μετά την επιτυχία που σημείωσε...

More Articles Like This