Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Ο πατέρας μου Παναγιώτης και η μητέρα μου Αθανασία ήταν το πιο αγαπημένο ζευγάρι που μπορώ να θυμηθώ.
Τους έβλεπα ερωτευμένους στην μεταπολεμική Αλεξ/πολη, τότε που ήμουνα πιτσιρικάς και μετά στα γεροντάματά τους έμπιστοι φίλοι.
Ένα τους χώριζε κατά τη δεκαετία ’50-’60: Το καφενείο του “Μερακλή” κατά κόσμο Θεοδωρίδη Μήτσο, εκεί στην οδό Εμπορίου στη θέση που είναι τώρα το μαγαζί με τα ηλεκτρικά του Καλφούδη.
Θα το θυμούνται, πιστεύω νοσταλγικά οι παλιοί Αλεξ/πολίτες.
Όπως και θα θυμούνται εξίσου και τα άλλα καφενεία της τότε Αλεξ/πολης, του Σάββα του Μαρκάκη, του Μοιρόπουλου, του Βασίλη στη γωνία των οδών Δημοκρατίας και 14ης Μαΐου και άλλα σημειολογικά, στις γειτονιές.
Τα μεσημέρια, λοιπόν, την ώρα που ο γέρος μου απόσωνε το φαγητό του, άρχιζε το ίδιο τελετουργικό:
Ως ανταμοιβή για τη γαστρονομική τέχνη της, η μαμά του ζητούσε την υπόσχεση ότι δεν θα πάει στο καφενείο.
Εκείνος απέφευγε να της δώσει και, αν κάποτε την έδινε, ήξεραν και οι δυο πως δεν θα την τηρούσε.
Κάθε απόγευμα αυτός και οι φίλοι του, ισνάφια όλοι τους, αντάμωναν στο απλό αλλά γραφικό καφενείο του “Μερακλή” στέκι ακόμα από το τέλος της κατοχής, στα νιάτα τους.
Η μάνα μου ανησυχούσε, έτσι έλεγε, γιατί ο άντρας της ήταν πάντα κουρασμένος και καταπονημένος από το δύσκολο επάγγελμα του γαλακτοπώλη και η ξεκούραση το απόγευμα στο σπίτι ήταν απαραίτητη.
Εγώ πάλι, δεκάχρονος σχεδόν μπόμπιρας δεν καταλάβαινα τότε τι ιδιαίτερο είχε το συγκεκριμένο καφενείο για να γίνεται καθημερινό ζήτημα.
Ένα τούβλινο απλό κτίσμα ήταν, με δύο – τρία σκαλοπάτια απ’ έξω για την πρόσβαση στο υπερυψωμένο πάτωμα του μαγαζιού, με ξύλινα σαρακοφαγωμένα τραπέζια και ψάθινες της τζίβας καρέκλες.
Την ιστορία του καφενείου την έμαθα αργότερα, μεγάλος και όχι δυστυχώς από τον πατέρα μου, αλλά από άλλους παλιούς θαμώνες.
Έμαθα για τα μπρίκια, τα τασάκια, τις τράπουλες, τα κουτιά με τα λουκούμια και τα βάζα με γλυκό που οι καφενόβιοι σ’ αυτό έβλεπαν ξαφνικά να μεταφέρονται στις παραγγελίες των πελατών ιπτάμενα.
Η φαντασία οργίαζε στο μνημονιακό μυαλό των θαμώνων και των καλαμπουρτζίδων εκείνης της εποχής.
Κάποιοι έλεγαν πως ο γρήγορος σαν σίφουνας Μερακλής – μαστρο Θοδωρίδης, είχε τηλεκινητικές ικανότητες.
Άλλοι πως το καφενείο ήταν στοιχειωμένο.
Μερικοί σίγουρα έλεγαν ότι παπάδες έκαναν τακτικά αγιασμούς στο χώρο του καφέ και μερικοί πιο ευφάνταστοι ότι πνευματιστές από μεγάλη πόλη κατέφθαναν για επιτόπιες έρευνες.
Όταν άκουσα την ιστορία, εκτός από τα γέλια που έριξα, κατάλαβα πως ήταν η φήμη τέτοια του καφενείου που τρόμαζε τη μάνα μου και όχι η καθημερινή απουσία του πατέρα μου.
Στα σοβαρά όμως, κατάλαβα ότι ο καφετζής “Μερακλής” μαστρο – Μήτσος, ήταν πράγματι αεικίνητος, γρήγορο πιστόλι σερβιρίσματος, κάτι σαν τον Βέγγο της ταχύτητας.
Σήκωνε ψηλά τον δίσκο με τους καφέδες στο ένα χέρι και από τον μπουφέ και την μπάρα της προετοιμασίας έφθαναν οι παραγγελίες στο τραπέζι του πελάτη αεροπορικώς και ιπταμένως, σε χρόνο ντε – ντε (DD). Πώς τα κατάφερνε ο αθεόφοβος καφετζής, αυτός σίγουρα το ξέρει.
Α, και κάτι άλλο ακόμα.
Έλεγαν οι αντιφρονούντες πολιτικώς τοποθετημένοι θαμώνες, ότι επειδή ο Μερακλής μπάρμπα Μήτσος ήταν δεξιών αποκλίσεων, τα φλυτζάνια του καφέ που είχε στο μόστρα του καφενείου του ήταν όλα με δεξιό χερούλι.
Η κακεντρέχεια στο μεγαλείο της.
Το “μότο” του πατέρα μου, πάντα ήταν: χάθηκες από το καφενείο σημαίνει ότι χάθηκες από την πιάτσα, από την κοινωνική ζωή.
Μαθητής του γυμνασίου κι εγώ κάποτε, θυμάμαι την πολυφωνία των καφενείων στην Αλεξ/πολη, που τα επισκεπτόμουν περιστασιακά στις κοπάνες από τα μαθήματα του σχολείου, που όλα είχαν κοινά χαρακτηριστικά.
Βρισκόταν τα περισσότερα σε ισόγειους χώρους, εκτός από δύο κεντρικά όπως του υπερυψωμένου Μαρκάκη στη γωνία 14ης Μαΐου και του Μυρόπουλου απέναντι του κινηματογράφου Τιτάνια που ήταν σε όροφο με καμία εισοκαριά σκαλιά μονοκόματα στο ανέβασμα.
Μεγάλα παράθυρα, ξύλινα τραπέζια, καρέκλες με ψάθα αλλά και μονοκόματες ξυλοκατασκευής, πάγκος με τεζιάκι που χώριζε κουζίνα με χώρο θαμώνων, θέρμανση ξυλόσομπες με συνήθως το μπουρί στο κέντρο του μαγαζιού, στους τοίχους καθρέφτες και διαφημιστικά αφισών και ένας μαυροπίνακας με τον τιμοκατάλογο του καφενείου.
Καφές, τότε, σήμαινε, εφημερίδα, τσιγάρο, απομόνωση και περισυλλογή. Το πρώτο βήμα κοινωνικοποίησης ήταν τα τυχερά παιχνίδια, τάβλι και χαρτιά. Ακολουθούσαν τα ούζα, μεζέδες, λουκούμια, βανίλιες, καλαμπούρια, πειράγματα, κουτσομπολιά και η πελατεία του καφενείου μετατρεπόταν σε μια παρέα.
Νομίζω ότι σήμερα το παραδοσιακό καφενείο έχει μείνει ανάμνηση για τους παλιούς Αλεξ/πολίτες, δεν πρόκειται να αναβιώσει για τώρα δεν συναντιέται ο καπουτσίνο με την ρακί και η μέντα με τον Νες καφέ, το παραδοσιακό καφεδάκι στη χόβολη με τη ρόκα – παρμεζάνα.
Το παλιό αυθεντικό ελληνικό καφενείο, όπως εικονίζεται και περιγράφεται από παλιές αφηγήσεις στα ΜΜΕ είναι είδος υπό εξαφάνιση.
Για τους νεότερους, τους σημερινούς καφενόβιους, οι πληροφορίες στην ιστορικότητα των παλιών καφενείων και για την καταγωγή τους συνιστούν μια χρήσιμη εισαγωγή στην κουλτούρα του καφέ και του χώρου του που αξίζει να μελετηθεί συστηματικά, και και το καφενείο αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Ελληνικής ταυτότητας.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής