Μία ζωή ολόκληρη, τα ίδια ακούω λόγια,
πως εκπολιτιζόμαστε, όσο περνούν τα χρόνια,
μα εμένα επιτρέψτε μου, να έχω επιφυλάξεις,
θυμάμαι κάτι όπου διάβαζα,
εις του Δημοτικού, τις τελευταίες τάξεις.
Ήταν παλιό βιβλίο, απ’ την πατρίδα των γονιών,
θαρρώ ήταν φερμένο.
Στις πρώτες τους σελίδες, λιγάκι ξεσχισμένο
βιβλίο ιστορίας. Ήταν η Ιλιάδα,
όπου συχνά την διάβαζα, με μια κρυφή λαχτάρα.
Συγκίνηση ένιωθα πολύ, σαν έφτανε η στιγμή,
στον Αχιλλέα ο Πρίαμος, που έμπαινε την σκηνή,
από τον Αχιλλέα, για να ζητήσει χάρη,
τον Έκτορα του γιου του, να δώσει το κουφάρι,
κι ο Αχιλλέας διέταξε, όμορφα να το πλύνουν,
να τ’ ομορφοστολίσουν, όλα ως πρέπει να γίνουν,
του Πρίαμου να πλύνουν, τα πόδια στην στιγμή,
να σφάξουν και να ψήσουν, σγουρόμαλλο αρνί.
Κι ως φάγαν και απόφαγαν,
κλάψαν κι οι δυο μαζί, (καθένας τον δικό του)
τον Πάτροκλο ο Αχιλλέας, τον φίλο τον καλό του,
καθώς κι ο γέρο-Πρίαμος, τον Έκτορα τον γιο του.
Αληθινή έχω να ειπώ, και εγώ μιαν ιστορία,
όπου είχα ακούσει, απ’ αδελφό της μάνας μου,
τον Θείο Ζαχαρία.
Στον πρώτο τον παγκόσμιο, στην πρώτη ήταν γραμμή,
και αποστολή του, ήταν του ανιχνευτή.
Οι Γερμανοί αερόστατο, μεγάλο είχαν υψώσει,
και έτσι τα πυρά των, τα πάντα είχαν σαρώσει,
μα να το καταρρίψουμε, είχαμε κατορθώσει,
μα λόγω του ανέμου, εις την δική μας την πλευρά,
είχε γίνει η πτώση.
Μάζεψαν με ευλάβεια, τότε τα πτώματά τους,
όλα τους τα αντικείμενα, κι ας ήταν των εχθρών τους,
για να τα παραδώσουν στην άλλη πλευρά,
την ώρα της ανακωχής, που υπήρχε σιγουριά.
Μα να, τώρα στις μέρες μας, ντρέπομαι να το ειπώ,
οι ισχυροί σκοτώσανε, κάποιους απ’ τον εχθρό,
κι ενώ νιώθαν περήφανοι, κι ενώ χασκογελούσαν
εις τ’ άψυχα τα σώματα, επάνω κατουρούσαν.
Ιδού πολιτισμός!…
Αλεξανδρούπολη