Είχα ένα φίλο παλαιά, που ήταν πολύ καλός,
στην ιδεολογία του, ήταν αριστερός,
που έπασχε αληθινά, για το καλό του ανθρώπου.
Μα ξόρκιζε το αλλιώτικο, από της γης προσώπου.
Αλληλοβοηθιόμασταν, στις δύσκολες στιγμές,
στις διαφορετικές απόψεις μας, δεν δίναμε αιχμές.
Στο Τσερνομπίλ γελάστηκα, και είπε κάτι τι,
με γλώσσα μ’ ανταπάντησε, σκληρή επικριτική,
κι ευθύς απομακρύνθηκε, και ξέχασε τα πάντα,
τα όσα ζήσαμε μαζί, τα πέταξε στην μπάντα.
Μα είχα κι άλλους φίλους, κεντρώους, δεξιούς,
κι ο δεξιός μου φίλος, ήταν απ’ τους καλούς.
Κάτι σαν καταλόγισα, στο δεξιό το κόμμα,
κι αυτός έγινε άφαντος, και τον γυρεύω ακόμα.
Στο τέλος συμβιβάστηκα, με φίλο απ’ το ΠΑΣΟΚ
αυτός ήταν διαμάντι κι ας ήταν απ’ το STOCK.
Πολύ καλά περνούσαμε, τα τελευταία χρόνια,
ως που αρχίσαν στα μαλλιά, να πέφτουνε τα χιόνια,
μα πάλι ο αδιόρθωτος, κάτι σαν ψέλλισα,
λες πως κεντρί είχε δεχτεί, από άγρια μέλισσα,
και με παράτησε κι αυτός, λες κι ήμουνα εχθρός,
έστω αν στην κριτική μου, ήμουν πολύ σωστός.
Τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά, και τα φιλοσοφώ,
κάποιο συμπέρασμα έβγαλα (δεν ξέρω αν ειν’ σωστό).
Τα πάντα ανεχόμαστε, χωρίς υπερβολή,
αυτό που απεχθανόμαστε, είναι η κριτική,
κι έτσι ξαναθυμήθηκα, σοφό καθηγητή μας,
που πάντα υποστήριζε, πίσω στην κεφαλή μας,
κάποιο κενό ν’ αφήνουμε, να… μια γωνίτσα τόση,
για να δεχτούμε τ’ αλλουνού, την διαφορά στη γνώση.
Ποτέ μας να μην μένουμε, άκαμποι στις ιδέες,
διαλλακτικοί να είμαστε, σε όλες τις παρέες.
Τα πάντα ας κοσκινίζουμε, ψάχνοντας την αλήθεια,
μα πρέπει ν’ αποφεύγουμε, τα σκοτεινά, τα κρύφια.
Αλεξανδρούπολη