Σαν αστεράκι απαλό, στα φύλλα όπου γλυστρά
ξεγλίστρησαν οι σκέψεις μου, ως πάντα, στα παλιά,
εκεί στον μεσοπόλεμο, πριν τριάντα εννιά,
στων παιδικών μου χρόνων, κάποια Πρωτοχρονιά.
Τα δώρα μας τα μοίραζαν,
μετά απ’ τον εκκλησιασμό, και πριν το φαγητό,
που με λαχτάρα πρόσμενε, κάθε παιδί μικρό.
Και τι πετάρισμα καρδιάς.
Με άδειες κουβαρίστρες, και ένα σανιδάκι,
μου είχε φτιάξει ο μπαμπάς, μικρό ένα καροτσάκι.
Δεμένο μ’ ένα σπάγκο, πίσω μου το τραβούσα,
κι όλου του κόσμου τ’ αγαθά, πάνω του κουβαλούσα,
κι απ’ την μικρή μου αδελφή, χαράς ξεφωνητά,
η μάνα όταν της έβαλε, κούκλα στην αγκαλιά.
Με έν πανί και πίτουρο, την είχε η μάνα φτιάξει,
και μάτια, μύτη, στόμα, τα είχε συνταιριάξει,
που όμορφα ζωγράφισε, με περίσσιο μεράκι,
κι εκεί στην θέση των χεριών έβαλε ένα ξυλάκι.
Και λες πως θαύμα έγινε. Με μια τρελή χαρά,
αγκάλιασε την κούκλα, φίλησε τη μαμά.
Όμως την άλλη την χρονιά, (θα ήταν πιο καλή η σοδειά),
και Ω!… για πρώτη μας φορά, πήραμε δώρα αγοραστά!…
Μία κουκλίτσα τόση δα, στην αδελφή μου Πόπη,
σε μένα, ω… τι χαρά…, το λαστιχένιο τόπι,
που τόχε γειτονόπουλο, και ταπ.ταπ. Το κτυπούσε,
και η δική μου η καρδιά, πόσο το λαχταρούσε.
Την ίδια νόμιζα χαρά, θα είχε το εγγονάκι,
όταν πρωτοχρονιάτικο, του χάρισα δωράκι.
Αβίαστα το άνοιξε, ξαφνιάστηκε λιγάκι,
συγκρατημένη η χαρά, στ’ όμορφο προσωπάκι.
Αυθόρμητα λογιάστηκα, η σύνεση προέχει.
Έχει έλθει ο κορεσμός. Πόσα παιχνίδια έχει,
που όλα τα προσφέρουμε, χωρίς καν να σκεφτούμε,
πως λαθεμένη τακτική, όλοι ακολουθούμε.
Όμως παράλληλα μ’ αυτό, έχω την αίσθηση,
ότι ως πάντα τα παιδιά, έχουν διαίσθηση
την αγωνία, των γονιών, κρυφά θαρρώ μετράνε,
κι έτσι σε ξέφρενη χαρά, τώρα πια, δεν ξεσπάνε.
Αλεξανδρούπολη