Απ’ του αγέρα την ορμή, δαρμένος στέκει βράχος,
ανάμεσα σε άλλους, και όμως ειν’ μοναχός.
Το λίγο χώμα πού ‘στειλε, ο αγέρας με μανία,
το έκρυψε στις σχισμάδες του, και είναι ευλογία.
Τον μαστιγώνει η βροχή, το κρύο τον παγώνει,
μα να κει στις σχισμάδες του, κυκλάμινο φυτρώνει,
και ίσως κάποτε συμβεί, στην βάση του εκεί κάτω,
έλατο να αναπτυχθεί, όμορφο και δροσάτο,
και ν’ αναβλύσει μια πηγή, με δροσερό νεράκι,
που να κυλά γαργαριστά, στο στενωπό αυλάκι.
Έτσι όρθια ας στεκότανε, τ’ ανθρώπου η ψυχή,
όσο δαρμένη κι αν βρεθεί, απ’ την σκληρή ζωή.
Μα εγώ είμαι ευάλωτος, πολύ είμαι πονεμένος,
και σχώρα με Θεέ μου, πολύ είμαι πικραμένος.
Ανάμεσα σ’ ανθρώπους ζω, κι όμως είμαι μονάχος,
αργολυγίζω δεν βαστώ, δεν είμαι όπως ο βράχος.
Το είναι μου, ζεστό ψωμί, στους γύρω έχω προσφέρει,
η κάθε μου όμως προσφορά, πίκρα μου έχει φέρει,
και δέηση αναπέμπω Του, παράκληση θερμή
για μένα ας δώσει να βρεθεί, μια αδελφή ψυχή,
που όταν έλθει η στιγμή, να μην μ’ έβρει μονάχο,
να είναι κάποιος δίπλα μου, κάτι, όπως στον βράχο.
Και τούτο αν δεν ειν’ γραφτό, δώσε μου το κουράγιο,
γαλήνιο μεσ’ το πέλαγο, να βρω κάποιο κουράγιο.
Αχ να μπορούσε να γένη, ως την στερνή πνοή μας,
ποτέ να μη μας στέρευε, η δροσερή πηγή μας.
κι αν μπαίνει το παράπονο, στον κόσμο είμαι μόνο,
αν δεν στερέψει η πηγή, ειν’ πιο λαφρύς ο πόνος.
Το ταπεινό κυκλάμινο, μεσ’ την ψυχή μας ας ανθίζει,
τρανό δώρο θα ‘ναι σ’ Αυτόν, όπου το παν, ορίζει.
Αλεξανδρούπολη