Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Θέλω να μάθω, ρε καλόπαιδα, αν έρθετε μετά την πρωτοχρονιά στη γιορτή των Φώτων, να μου πείτε κι αυτά τα κάλαντα;
Ρώτησα τους πρώτους μπόμπιρες την παραμονή της πρωτοχρονιάς, όταν ήρθανε να πούνε τα κάλαντα στο σπίτι μου πρωί – πρωί.
Ήμουν περίεργος να μάθω.
Με κοίταξαν οι μικροί καλλίφωνοι με αμηχανία, αφού περικόψανε τους τρεις μόνο πρώτους στίχους, του “Καλήν εσπέραν άρχοντες” με την ενδιάμεση είσπραξη του πεντάευρου που τους κατέβαλα, μια και η συνέχεια του ψαλμού θεωρείται περιττή από τους περισσότερους μικρούς να φθάνουν τα κάλαντα μέχρι το τέλος, αλλά και βιαστικούς να προλάβουν πιο πολλές επισκέψεις.
Απαράλλαχτα, δηλαδή και ας αμαρτάνω, όπως συμβαίνει με το βούρτσισμα των ρούχων στα κομμωτήρια, μόλις δώσει η πελάτισσα το φιλοδώρημά της στην βουρτσίζουσα μικρή βοηθό, το βούρτσισμα σταματά αυτομάτως.
Τα πάντα, δηλαδή, στον κόσμο αυτό έγιναν είσπραξη. Αλλά πάμε στο ερώτημά μου προς τους μπόμπιρες αν θα έρθουν την παραμονή των Φώτων να πούνε τα σχετικά κάλαντα τότε.
Με απαντήσανε, λοιπόν με εφοπλιστική ειλικρίνεια.
– Ευχαρίστως, κύριε, αλλά δεν ξέρουμε τα λόγια.
– Στο σπίτι, οι γονείς σας, στο σχολείο οι δάσκαλοί σας, τα βιβλία σας δεν λένε που στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθεται η κυρά μας η Παναγιά και πιο πρώτα το ήρθανε τα Φώτα και οι Φωτισμοί και τα λοιπά, τους απάντησα εγώ.
Αλλά βέβαια μισός και παραπάνω αιώνας πέρασε, τότε που όλα τα παιδιά ξέρανε και λέγανε τα κάλαντα των Φώτων, ενώ σήμερα αρχές του 2014 με τρίτη χιλιετία στο καλαντάρι, το περίμενα ο άσχετος από τα σημερινά καλόπαιδα να γνωρίζουν και τα κάλαντα των Θεοφανίων. Άλλες εποχές τώρα.
Σήμερα και η ποίηση των καλάντων έγινε μια φρικτή πεζότητα.
Γιατί, τι περιμένω να ακούσω την παραμονή των Φώτων; Πέντε βραχνές μελαχρινές φωνές, ένα βρώμικο κλαρίνο και μια κλαπαδούρα από μια ομάδα ασουλούπωτων κατοίκων της οδού Άβαντος που εννοούν φωνασκώντας να παραστήσουν τα χερουβείμ και τους ύμνους των στους δρόμους της Αλεξανδρούπολης από το πρωινό έως το σούρουπο της παραμονής.
“Δος τους τίποτε να φεύγουν” διατάσσει ο νοικοκύρης μαγαζιού ή σπιτιού, επειγόντως. Να ησυχάσουμε από το νταούλι και τη μελωδία τους που παρομοιάζεται με το “σινανάει γιαβρούμ σινανάει”.
Ολούρμω, ακούς τίποτε άλλο εκείνη τη μέρα;
Παλιά κρατιότανε η πολύτιμη κληρονομιά από τους θησαυρούς της παράδοσης, σε συνδυασμό με τον πανηγυρικό ψαλμό στην Εκκλησία.
Η ίδια ψαλμωδία ων Φώτων γινότανε ανήμερα με το “Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένον Σου Κύριε” και έριχνε ο Δεσπότης της πόλης μας στο λιμάνι για τον αγιασμό των υδάτων τον σταυρό.
Ακόμα τότε, στα πολύ παλιά χρόνια, ψαλλόταν και η Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, από πολύ πρωί, χαράματα και στους συνοικιακούς ναούς ο ενοριακός παπάς ευλογούσε τα νερά μέσα στο χώρο της εκκλησίας πάνω σε στολισμένο από πρασινάδα κλαδιών τραπέζι με βάζα και υδροδοχεία γεμάτα νερό.
Ο αγιασμός αυτός ακολουθούσε πορεία για τα σπίτια και μαγαζιά της περιοχής με προεξάρχοντα τον παπά, τον μικρό που κρατούσε το “σικλί” το μπακιρτζάκι δηλαδή, με τον αγιασμό, τον ψάλτη που έψελνε συνεχώς την ψαλμωδία και τους ακολουθούντες πιστούς στην ακουλουθία.
Η πρωτάγιαση αυτή προσφερόταν με ράντισμα του καθιαγισμένου νερού από την αγιαστούρα της πράσινης δέσμης βασιλικού και της ευχές του παπά στις οικογένειες των σπιτιών και στο αφεντικά και βοηθούς των μαγαζιών.
Στον πανηγυρικό της Μητρόπολης που γινότανε στο λιμάνι το γιορταστικό κάδρο ήταν πιο εντυπωσιακό.
Τελείωνε η ημέρα με σιγουριά ότι οι καλικάντζαροι και τα ξωτικά του Δωδεκαημέρου λόγω παράδοσης έφευγαν και εξαφανιζόταν. Αυτά τότε!
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής