Χθες σούρουπο επισκέφτηκα, τον φίλο μου Ηλία,
σπιτάκι όπου έχει όμορφο, κοντά στην παραλία,
και παρακολουθώντας την άφιξη του τραίνου,
το βλέμμα μου πλανήθηκε, προς την πλευρά της Αίνου.
Τα φώτα της τρεμουλιαστά, σε τσίνορα λες δάκρυ,
σ’ όλη την παραλία της, απ’ άκρη πέρα ως άκρη,
και σκέφτηκα μην ειν’ ψυχές, που ειν’ παραπονεμένες,
σ’ ελεύθερη γη είναι κοντά, μα αυτές ειν’ σκλαβωμένες.
Αθέλητα πλανήθηκα, μέσα στην ιστορία,
μη κι είναι τάχα σκέφτηκα, κτισμένη απ’ τον Αινεία;
όπου μετά τον Έκτορα, τον λόγιαζαν για πρώτο,
και η Τροία όταν έπεσε, ήλθε σ’ αυτόν τον τόπο;
Μα εκείνοι που απασχολήθηκαν, μ’ αυτήν την ιστορία,
λένε ότι πορεύτηκε, κει προς την Ιταλία,
κι ο Ρώμος και Ρωμύλος, δικοί του ήταν γόνοι,
που τ’ όνομά της πήρε, η ξακουστή η Ρώμη.
Μα τα παλιά αφήνοντας, σιμότερα να έρθουμε,
γιατί πρέπει όλοι οι Έλληνες, να πληροφορηθούμε.
Ο Μαργαρίτης Κούταβος, τότε το εικοσιένα,
σε ναυμαχία έχασε, το μάτι του το ένα,
όταν με το καράβι του, πήγε ν’ αγωνιστεί,
μαζί με άλλους Έλληνες, της Αίνου ήταν παιδί.
Σε πιο μεγάλη προσφορά, ν’ αναφερθούμε ακόμα,
στον Αντώνη τον Βιζβίζη, στην σύντροφό του Δόμνα.
Αφήσανε τον τόπο τους, την καλοπέραση τους,
ν’ αγωνιστούν για λευτεριά. Κοινή η απόφασή τους.
Καράβι εξοπλισμένο, ήταν η “Καλομοίρα”
μα ακούτε πως τα έφερε, η άπονη η μοίρα.
Απρόσμενα λαβώσανε τον καπετάνιο Αντώνη,
κ η σύντροφος του η Δόμνα, έμεινε τότε μόνη.
Κρύβει τον πόνο της καρδιάς, η ηρωική η Δόμνα,
και ξαναμπαίνει ως πρώτα, στου Έθνους τον αγώνα.
Μα να η σκέψη ξαφνικά, λες κι άλλαξε πορεία,
όταν κάτι θυμήθηκα, απ’ το πενήντα τρία.
Για την τιμή του «Εθνικού», αγώνες είχαν γίνει,
όμως σ΄εμέ ζωντάνεψε, σαν όνειρο η μνήμη.
Σαν ήλιου φως που μπαίνει απ’ τις κλειστές τις γρύλλιες,
θυμήθηκα όμορφο χορό. Τις Νίτικες καντρίλιες.
Ευάγγελος Διαμαντόπουλος