Κύριε, πόρνη ήμουνα
κι εδώ ήρθα όλη μετάνοια
σε Εσένα, να ευλογήσεις με,
φτωχή ήμουν και σε ορφάνια.
Αμαρτωλό ήταν το κορμί,
αμόλυντη η ψυχή μου,
έτσι πιστεύω βέβαια,
φωνάζει αυτό η ζωή μου.
Σε Εσένα αφοσιώθηκα
και με ψυχή και σώμα,
αφότου απομακρύνθηκα
απ’ της πορνείας το δώμα.
Μικροπαντρεύτηκα, με δυο
μικρά παιδιά χηρεύω,
νέα, όμορφη, μα αβόηθητη,
να βρω δουλειά γυρεύω.
Μα όπου ζητούσα, θέλανε
σε εμέ να βάλουν χέρι
κι έτσι μαιτρέσα απόγινα,
εμπόρου πλούσιου «ταίρι».
Με διάφορό του ο έμπορος
με «πάσαρε» σε φίλους,
σαν οι δουλειές μειώθηκαν,
και τα ’βγαζε από κείνους.
Μα με έστειλε αργότερα
σε άλλη πόλη· πλούτο
του έφερνα έτσι πιότερον,
με είχαν εκεί με «κνούτο».
Απ’ την Αλεξανδρούπολη
ξεκίνησα, στην Πάτρα,
Αθήνα, Βέροια, Τρίκαλα,
Θεσσαλονίκη κι Άρτα,
σε Κρήτη, Ρόδο και Ικαριά
και στου Αιγαίου πήγα
πολλά νησιά και στου Ιονίου
Πελάγους ουκ ολίγα.
Κάθε είδους οι πελάτες μου,
νέοι, μεσαίοι και γέροι,
φαντάροι, φοιτητές, γιατροί,
καθηγητές, εμπόροι,
ως κι ιερείς – αράσοτοι -,
εργάτες, δικηγόροι,
και λογιστές και ναυτικοί,
και γεωργοί, μα κι άλλοι.
Και σε πορνεία δούλεψα
κι ως βιζιτού, κι ακόμα
και πεζοδρόμιο έκανα,
σαν πέρασαν τα χρόνια.
Ιερόδουλες μας λέγανε
οι Αρχαίοι, εταίρες, πόρνες,
τώρα πουτάνες, «παστρικές»,
ή και κοινές γυναίκες.
Μα και «η γυνή επί χρήμασι
εκδιδομένη» επίσης
κάποιο καιρό μας λέγανε
οι «καθαροί» της γλώσσης.
Κι οι παλλακίδες βέβαια
υπήρχαν πάντα, έστω
με το όνομα χανούμισσας
σε άρχοντα ή σουλτάνο.
Το ανφάν γκατέ μας σήμερα
– κάπως σαν τις εταίρες –
«πολυτελείας συνοδούς»
τις λένε· σε άλλες σφαίρες.
Όσο φουσκώνουν τα λεφτά,
κατάλαβα ότι αυξαίνουν
οι υποκριτές και η βρωμιά,
τα αισθήματα φθηναίνουν.
Θέλει τα βίτσια ανάλογα
καθείς με τα λεφτά του
να ικανοποιήσει και ποσώς
σε νοιάζεται η αφεντιά του.
Τα δυο παιδιά μου τράνεψαν
στο ψέμα μέσα, όμως
σιχάθηκα· αποφάσισα
άλλος για μένα ο δρόμος.
Μα είναι πολλοί οι χριστιανοί
που δεν με συγχωρούνε
για το κακό μου παρελθόν,
με μίσος με κοιτούνε.
Έχω όμως το παράπονο
κι από ιερείς καμπόσους,
με βλέπουν, με αποφεύγουνε,
με έχουν στους υπανθρώπους.
«Πόρνη προσήλθε Σοι» αυτοί
την Τρίτη τη Μεγάλη
ψάλλουν, που την συγχώρεσες,
μα εγώ γι’ αυτούς είμαι «άλλη».
«Η εις πολλά αμαρτήματα
γυνή περιπεσούσα»,
του Ύμνου, υμνείται, εμέ αγνοούν,
διώχνουν· ειμί «η πεσούσα».
Υπάρχουν κι οι λεγόμενες
σιγανοπαπαδίτσες,
που ακούν τη λέξη πόρνη αυτές,
πετιούνται, λες καρφίτσες
να τσίμπισάν τες, Κύριε!
Αμάρτησα, το ξέρω,
μα ποιος ο αναμάρτητος;
Τον λίθο αυτός βαλέτω!
«Εις βασιλείαν του Θεού
προάγουσι οι τελώναι
και αι πόρναι υμάς», ο Κύριος
είπε, μα ποιοι το ακούνε;
Η Φωτεινή ισοπόστολος,
πόρνη ας, κι άγια η Σαμαρείτις,
πόρνη η Μαρία η Αιγύπτια
ήταν η οσία επίσης.
Τέτοιες πολλές αγίασαν,
και ομοίως άντρες τέτοιοι,
που τους υμνούμε οι χριστιανοί,
τιμάμε αυτούς προσέτι.
Πόρνες κι εταίρες πάντοτε
υπήρχαν και θα υπάρχουν,
όσο στη σάρκα αδύνατοι
είναι οι άνθρωποι και πάσχουν.
Κι υπάρχει – ας μη ξεχνιόμαστε –
και η κρυφή πορνεία,
που ’ναι θαρρώ χειρότερη,
μεγάλη αμαρτία!
Ουδείς ο αναμάρτητος,
το ξέρουμε, το λέμε,
εκτός, Φιλεύσπλαχνε, από εσέ.
Κύριε, λύτρωσέ με!