Πρωτομαγιά κι η Άνοιξη με ολάνθιστο περνάει
και λουλουδάτο φόρεμα, χαρούμενη απ’ εμπρός μας,
πανέμορφη κι όλο σκορπάει το γέλιο της σε όλους.
Πρωτομαγιά, απ’ της Άνοιξης τα άνθη τα περίσσια,
πριν λίγες μέρες μοναχά, οι πιο λιτοί Επιτάφιοι
στολίστηκαν απέριττα,- τάχατες πόσοι ετούτοι; –
και όχι με τα αγοραστά λουλούδια οι στολισμένοι,
που δεν μυρίζουνε αυτά, παρά εντυπωσιάζουν
με τον πολύ τον πλούτο τους, με τους συνδυασμούς τους
και με τα χρώματα: λευκά, κόκκινα, μωβ κυρίως.
Τι ξεσυνέριο και αυτό με τους Επιταφίους!
Πρωτομαγιά κι η Άνοιξη θα μας χαρίσει πάλι
τα άνθη και τους κλώνους της, να φτιάξουμε του Μάη
και εφέτος το στεφάνι εμείς, ή, ως λέμε από συνήθεια,
«τον Μάη να τον πιάσουμε» και πάλι, μην μας φύγει!
Πρωτομαγιά, γιορτάζουμε τον Μάη, αφού βεβαίως
πρώτα θα συμμετάσχουμε στην καθιερωμένη
πορεία. Η εργατική Πρωτομαγιά ακούμε
να λένε τους συνδικαλιστές, «δεν είναι μια αργία,
είναι απεργία!», ακούτε, βρε; Γίνεται το χατήρι
να τους χαλάσουμε; Ποτέ! Πανό και πλαστικούρα,
το περιβάλλον τα πλακάτ και φέιγ βολάν ρυπαίνουν.
Μα και τα αυτιά των «ξένοιαστων» ρυπαίνουνε οι φωνές μας·
για όλα αγωνιζόμαστε εμείς, ξυπνήστε όλοι!
Πρωτομαγιά! Θυμόμαστε – αλλιώς πώς θα γινόταν! –
τον Παναγούλη Αλέκο μας και του Σικάγο βέβαια
τα θύματα, με στεφανιών κατάθεση και λόγους,
στη μνήμη όσων πέσανε για εργάτη και για αγρότη
δικαιώματα, και του λαού, ετούτο ανυπερθέτως.
Γεμάτοι ικανοποίηση – κάναμε το καθήκον
κι ουδέ το μεροκάματο χάσαμε – (με εξαιρέσεις)
αποχωρούμε πάραυτα. Μα εμείς γι’ αυτό τι φταίμε;
Το κράτος την Πρωτομαγιά την κήρυξε αργία!
Κορόιδα πια μην είμαστε! Θα φάμε το Κεφάλαιο!
Πρωτομαγιά, και με ήσυχη – πάψανε κι οι ντουντούκες –
συνείδηση, χυνόμαστε σε κάμπους και ραχούλες,
σε παραλίες και πλαγιές, από όπου, ιδίως όταν
είναι ο καιρός κατάλληλος, θα φύγουμε, ενώ πίσω
τόνους σκουπίδια αφήνουμε, σε πλαστικό προπάντων:
πιάτα, ποτήρια πλαστικά, μέχρι και κάποια μπάλα
απ’ τα παιδιά μας πλαστική, που τρύπησε και είναι
άχρηστη πλέον για εμάς. Πού να την κουβαλάμε!
Πρωτομαγιά! Των έτοιμων των λουλουδιών η λύση
στους Επιτάφιους, άγγιχτη τη φορεσιά αφήνει
(σχεδόν) της Άνοιξης. Μα αυτή το κλάμα βάζει τότε,
Πρωτομαγιάς το απόγευμα, που το ώριο φόρεμά της
της τσαλακώθηκε, που η αυλή βρώμισε η δικιά της,
και που την ησυχία της χαλάσαμε. Έτσι κλαίει,
μα κλαίει βουβά, που ουδόλου εμείς το νιώθουμε, όπως λέμε
«δεν παίρνουμε ούτε μυρουδιά», στον κόσμο μας, μακάριοι!
Αλλιώς….! Κάπως θα αλλάζαμε τη συμπεριφορά μας
όλοι μας, και τη στάση μας, θα δείχναμε συμπόνια.
Δεν είμαστε αναίσθητοι και τόσο πια! Νομίζω!