Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Μαύρο μουστάκι σαν καμτσίκι, κατάμαυρο μαλλί σκοροφαγωμένο σγουρό με μπόλικη μπριγιαντίνη και κάτι χερούκλες σαν φουρνόφτυαρα κρεμασμένα στο ψηλό κορμί του. Ιδού το περίγραμμα του ΑΝΤΩΝΑΡΟΥ, του πιο χαρακτηριστικού τύπου της Αλεξ/πολης, στη δεκαετία 55-65.
Γερό ποτήρι αδαμαντοκόλλητο, αλλά και γερό κορμί, ου έτσι και σε πλάκωνε στις σφαλιάρες σ’ έκανε εντελώς μούσκεμα.
Περιστατικό που αφηγούνται παλιοί συμπολίτες μας, ήταν όταν σε ταβέρνα – ουζερί που τα ‘πινε ο Αντώναρος, τον πείραξαν άγρια κάτι ψευτόμαγκες για την καταγωγή του (ήταν από νησί) και έγιναν της αναλήψεως και οι δύο τσαμπουκάδες από μια γροθιά στον καθένα που τους έριξε στο δόξα πατρί ο Αντώναρος και τους έκανε κυριολεκτικά τα κεφάλια του σκορδαλιά.
Για περιστατικό κονόμι, κάθε Πασχαλιά, έβγαζε υπαίθριο μπάγκο, εκεί στη γωνία του φαρμακείου Φαράτση και πωλούσε κεριά, λαμπάδες την Μεγάλη Εβδομάδα με επωδό την αγριοφωνάρα του που διαλαλούσε “Μια κεράρα μια κρασάρα”.
Τελείωσε όταν τον έφαγαν κάποιοι Τούρκοι χασισέμποροι στο κοντραμπάντο μαζί τους, ένα βράδυ στην τοποθεσία του χωριού Τσιρέκιο, δίπλα στο ποτάμι. Τον σαϊτέψανε και τον καρφώσανε στιλέτα στα νεφρά και πάει το παλικάρι άμωμο και άδοξα.
Ένας άλλος γραφικός τύπος που γυρνούσε σ’ όλες τις πιάτσες της Αλεξ/πολης, ήταν ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ο Ορεσταδίτης.
Κοντόχοντρος, βαρύς και ασήκωτος, με προγούλια σαν κούρκος και με μπερέ στην κεφάλα του μόνιμη που δεν έβγαινε μήτε από εγχείρηση.
Περηφανεύονταν ότι είχε σιδερένιο νεφρό με επιδόσεις ρεκόρ στον έρωτα και γινότανε αξέχαστος στις γυναίκες που τον δεχότανε στο κρεββάτι τους.
Ήταν και καλοφαγάς με απύθμενο καταπιόνα, και ένα βράδυ αφού έφαγε στου Ιπποκράτη το μαγειριό της οδού Εμπορίου του τον αγλέορα, πήγε στη συνέχεια να “μιλήσει ερωτικά” σε μια “πλασιέ” Θεσ/νικιά στο ξενοδοχείο του Λμαπάκη τη Μεγάλη Βρετανία εκεί στη γωνία 14ης Μαΐου και Παλαιολόγου.
Φαίνεται ότι είχε πίεση Μπόλντ, μεγάλη σαν σιλό σιταριού, που δεν την ήξερε, τέζα ο μάγκας Σωκράτης πάνω στην “ομιλία” όπως πήγε παλιά το ίδιο άλλος συμπολίτης μας Μιναϊδης.
Ο ΣΙΜΟΣ ο Ηλιάδης, Θεός σχωρέστον, ήταν ένας μπο- βιβέρ, ομορφάντρας, στιλάτος με λουκ σαγηνευτικό, αλλά και τεμπελιά του κερατά.
Ποτέ δεν δούλεψε, όλη μέρα έπαιζε χαρτιά για να πούμε ότι ήταν και δεινός χαρτοπαίκτης αλλά κομπιναδόρος της τράπουλας με σημαδεμένα χαρτιά και άλλο κόλπα της πόκας.
Τυχερός γιατί κληρονόμησε από τον πατέρα του που ήταν ταχυδρομικός προϊστάμενος, ένα σπάνιο με λάθος εκτύπωση, γραμματόσημο της αποσυρόμενης σειράς του Ερμή του Πραξιτέλους του 1948 που το πούλησε για πολλά λεφτά σε συλλέκτη και τα ‘φαγε όλα σε ντόλτσε βίτα μέσα σ’ ένα χρόνο.
Ήταν και βέρυ – τέμπλ αρσενικό ο Σίμος, γυναικοκατακτητής, αμορόζο δηλαδή και μαι μέσα βρέθηκε φυλακή από μήνυση που έφαγε από απατημένο σύζυγο και κλείστηκε στη ‘`στενή” που ήταν τότε στην πύλη απέναντι από την Ζαφείριο Παιδαγωγική ακαδημία.
Και ένα σούρουπο, κατόρθωσε να δραπετεύσει ντυμένος με γυναικεία ρούχα, ξεγελώντας τον υπεύθυνο αρχιφύλακα Μαυρινεζούλη που τον μπέρδεψε με την δικηγόρο επισκέπτρια των κρατουμένων.
Η πλάκα μετά ήταν, όταν ελεύθερος πια από δικαστικά, στο καφενείο του Μαρκάκη, η παρέα του τον πέρνανε στον μεζέ με την αμφίεση της απόδρασής του.
– Κύριε Σίμο, του λέγανε, το γυρίσατε το φύλλο;
– Ε, όχι, ρε μάγκες, έτσι για να φύγω το ‘κανα.
– Δεν τα αφήνεις αυτά, ρε φίλε. Του απαντούσαν.
– Σάμπως φαίνεται τα έτρωγες τα συκαλάκια με συντροφιά τους “τορναδόρους” της φυλακής, γι’ αυτό ντύθηκες Σαλώμη.
Ο Σίμος ξαναπήγε φυλακή αυτή τη φορά στην Αθήνα, όταν η κομπίνα του ήταν διαφορετική.
Συγκεκριμένα, έβαζε στη τσέπη του, τα κατακρατούσε δηλαδή, τα χρρήματα που έπαιζαν στον ιππόδρομο οι πελάτες του, στοιχήματα, προβλέψεις, πονταρίσματα και δεν τα κατέθετε νόμιμα στον Οργανισμό Προγνωστικών αγώνων ιπποδρόμου.
Βλέπετε ο “γάτος” Σιμεών, ήταν και μπουκ – μέικερ, με νόμιμο γραφείο στοιχημάτων στο Δέλτα Φαλήρου.
Τώρα, πως πήρε την σχετική άδεια, κανένας δεν ξέρει.
Όταν την “σκαπουλάρησε” κι από αυτήν την περιπέτεια, λένε, ότι κατέφυγε στο Λονδίνο και ασχολήθηκε με “Στάμν εντ κόιντς” (γραμματόσημα – νομίσματα συλλεκτικά) και άλλες συναλλαγές τυχοδιωκτικές.
Από τότε, δεν ακούστηκε, τι απέγινε ο Σίμος Ηλιάδης.
Στους τύπους τους ξεχωριστούς όμως, ότι στους γραφικούς συγκαταλέγεται και ένας άλλος συμπολίτης μας για την φήμη του καρδιοκατακτητή.
Ο “Π……” ο όμορφος, ο γοητευτικός, ο Αλέν Ντελόν της Αλεξ/πολης.
Παρένθεση: Για ευνόητους λόγους δεν αναφέρουμε όλο το ονοματεπώνυμό του, γιατί υπήρξε κάποτε κι αυτός δημοσιογράφος και συντάκτης σε τοπικές εφημερίδες.
Καμάκι τρομερό, αχαλίνωτος αμορόζο, αντίσταση μηδέν οι γυναίκες που κτυπούσε, ακούραστος κυνηγιάρης του θηλυκού.
Έτυχε που λέτε τώρα, μια ωραία κοπελίτσα. Ένα φουκαριάρικο αγροτοκόριτσο, όμορφο τσακπίνικο, μαντολάτο σωστό, να ασχολείται μια μέρα με βουκολικές δουλειές, βοσκώντας τα οικόσιτα γουρούνια εκεί στα μαντριά κοντά στα χωράφια του Αχουριώτη, όταν πέρασε ο ερίφης “Π… “ με το αμάξι του να αγοράσει από τον πατέρα της, αβγά και αλανιάρικα κοτόπουλα.
Είδε τη μικρή τροφαντή βοσκοπούλα του πέσανε τα σάλια την κυαλιάρισε για πράμα πρώτης διαλογής και την ρώτησε τάχα με ενδιαφέρον για τα ζωντανά της βοσκής.
Άλλη παρένθεση: Ο διάλογος είναι αυθεντικός γιατί μου τον αφηγήθηκε ο ίδιος ο “Π” μια μέρα μέσα στα γραφεία της εφημερίδας Πανθρακική με σχετικό κομπασμό.
Κλείνει η παρένθεση και όσοι θέλετε το πιστεύετε. Μπιλμέμ!
Τη ρώτησε λοιπόν ο ωραίος καμάκιας.
– Γουρούνια βόσκετε δεσποινίς;
– Ε, τι να βόσκω; Δημοσιογράφος; απάντησε η μικρή, που τον γνώριζε τον “Π” όταν ερχότανε στο κτήμα για αγορά βιολογικών προϊόντων από τον πατέρα της.
– Δεν έρχεστε να σας κάνω μια βόλτα με το αμάξι στα πέριξ για ξεκούραση; της πρότεινε μελιστάλαχτα ο πονηρός και καταφερτζής “Π”, τάχα αγαθιάρικα.
– Μαλώνει ο μπαμπάς. Ανταπέδωσε η μικρά.
Με τα πολλά να πούμε, κάτι έγινε με τη βόλτα και με την υποχώρηση της βοσκοπούλας, αλλά στη συνέχεια με τα κολάσιμα δεν τα αφηγήθηκε ο συνάδελφος.
Εξομολογήθηκε μόνο, ότι μετά έκανε δέκα μέρες να βγει από το σπίτι του και δεν έβλεπε καθρέφτη για πολύ ακόμα και ότι δεν ξαναπήγε να αγοράσει προϊόντα ξανά από τον μπαμπά της αθώας μικράς.
Πάμε όμως τώρα, στους γραφικούς πάλι.
Μουστάκι καμτσικένιο με αλφάδι, καθότανε ώρα στον καθρέφτη και τα ‘βαζε μουντζούρα μαύρη από καμμένα φελό της ποτοποιίας Αδαμίδη για να το φέρει στα ίσια κομμένο στις άκρες του στόματος και δακτυλίδι, στο μεσαίο δάκτυλο με κόκκινη πέτρα και ανάγλυφο τον αρχαίο Θουκυδίδη.
Σακάκι πισώκολο κοφτό της Ούντρας, στην πέννα και το παντελόνι ψαροκόκαλο που από βραδύς παρκάριζε κάτω από το στρώμα του κρεβατιού για τσάκιση να κόβει κυδωνόπαστο η κόψη του.
Ιδού ο Νίκος Μουσούλιας και όσοι δεν τον ξέρατε ρωτήστε την πιάτσα την παλιά της Αλεξ/πολης.
Προτού ξεπέσει και γίνει λαχειοπώλης και κοντραμπάσης, ήτανε εκεί γύρω στη δεκαετία του 55-65 πανηγυριστής, επιχειρηματίας λούνα πάρκ και σφαιριστηρίων, με συνέταιρο τον αξέχαστο Βασέλο. Κομπανία τρίγκ μαι φρορντ να πούμε.
Πάντα μαζί είχανε την επιχείρηση με τα παιχνίδια και τα θεάματα, πότε στο χώρο δίπλα στο μικρό λιμάνι, πότε κάτω από τον φάρο
Κούνιες με αλογάκια ξύλινα, λαμαρινένια αμαξίδια, πλαστικά αεροπλανάκια και άλλα τέτοια ωραία.
Πότε ο Βασέλος έκανε τον ταχυδακτυλουργό, το μανιβέλα στον τροχό και τον δώσε μπάρμπα δέκα κρίκους” πότε ο Μουσούλιας τον εκφωνητή και ντελάλη έξω από τα αντίσκηνα και όλα τα άλλα, πάντα μέσα.
Θηρία, φίδια, άγρια πετούμενα και θαλασσινά τέρατα τα διαλαλούσε ο Μουσούλιας με πίστη και καθήκον.
Ελάτε κύριοι και κυρίες μ’ ένα δίφραγκο να δείτε, φώναζε: Το σουπιοκέφαλο και το σώμα χωρίς κεφάλι, που φέραμε από την Αφρική και που γεννήθηκε από άνθρωπο και κροκόδειλο και που τρώει μόνο σοκολάτες.
Ελάτε, μη χάσετε να δείτε το κορίτσι χωρίς χέρια που γράφει και κεντάει με τα πόδια.
Προλάβετε να δείτε τα τέρατα στα μπουκάλια, φίδια και αράχνες μεγάλες σαν τραγιάσκες.
Όλα τα τρομερά και θαυμάσια εξυμνούσαν ο Μουσούλιας και ο Βασέλος για το καθημερινό κόνομι.
Όταν ξέπεσε και χρεοκόπησε η επιχείρηση, βρέθηκε ο Μουσούλιας να πουλάει στις πιάτσες λαχεία και εφημερίδες και άλλα “ποδαράτα” καταπώς δηλαδή θα φυσήξει για να μην μείνει στη στέγνα.
Τον καφέ της ξεκούρασης τον απολάβανε πότε αράζοντας στον πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ της καλής κυρίας Κούλας, πότε στο καφενεδάκι της στοάς του Εθνικού.
Εκεί μια μέρα το πειραχτήρι ο καφετζής “Μνηματάκιας” τον προξένεψε για παντρειά με νύφη που η σκούφια της βάσταγε από το Μπουγιούρκουϊ της πόλης και τώρα έμενε στο μαχαλά Μνηματάκια έχοντας προίκα διαθέσιμη για άντρα μουστακαλή.
Στη γνωριμία πάνω, σαν να ξενίστηκε λίγο ο Μουσούλιας γιατί βλέπεις και η υποψήφια ήταν αρκετά μεγάλη και άσχημη σαν τυρόπιτα μπαγιάτικη.
Στο γιατάκι του που την κουβάλησε εκεί οδός Παπαφλέσσα για δεύτερο τεστ και καθημερινή “γυμναστική” διαπίστωσε ότι αυτή η έρμη είχε και κουσούρια αλλιώτικα.
Όταν δηλαδή, βγαίνανε περίπατο, τραβούσε τον Νικολάκη σε κάθε εκκλησία και παρεκκλήσι για προσευχές, ανάματα κεριών και γονατιστικά διαρκείας με επακόλουθο να υποφέρει ο Μουσούλιας από ποδαρίτιδα, ζημιά που την είχε ανέκαθεν λόγω πορείας στα λαχεία. Τέτοια ωραία.
Το τελείωσε όμως γρήγορα αυτό το “μασάλι” ο μάγκας και αφού μάζεψε τα συμπράγκαλα της μέσα στην κίτρινη βαλίτσα της. Την ξαπόστειλε στον μαχαλά της.
Έμεινε λοιπόν μπακούρι ο Μουσούλιας και άτυχος μαζί, γιατί μετά από λίγο του ‘ρθε κατακέφαλα και το ψηλό σαν καμινάδα ζάχαρο, τυφλώθηκε και σε μια νοβοπανίδια κοσονάρα, πάει ο καψερός σε τόπο χλοερό όπως ψέλνανε οι παπάδες του Αγίου Ελευθερίου, εκεί γύρω στο 1990.
Άστα και φασκεολοκουκούλωστα αγαπητέ.
Για άλλους γραφικούς που αν τους θυμάστε όπως τον Φαρή με το γιαγιούπ, τον Παίτοντζή Σαμπρή, τον Χιόνη τον Ωριγένη, τον Γιορδάνη, τον Γιούργια και μερικούς ακόμη, σ’ άλλο κομμάτι.
Όσοι από τους αναγνώστες της στήλης, θυμούνται και έχουν μνημιακά φαιά εγκεφαλικά κύτταρα, γράψτε τα και υπόσχομαι να τα δημοσιεύσω μέσα στο δικαίωμα που έχει κάθε αναγνώστης για λίγη δημοσίευση.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής