Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Το περιστατικό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Εξάλλου, είμαι βέβαιος ότι έχει συμβεί και σ’ εσάς πολλές φορές.
Έγινε στην κεντρική παραλιακή λεωφόρο κοντά στον φάρο της πόλης.
Περιμένοντας να φύγει από το παρκάρισμα, του αυτοκίνητο του, ο οδηγός του και μετά εγώ να διασχίσω τη διπλή κυκλοφορία της λεωφόρου, είδα τον κάτοχο του οχήματος αυτού, που ήταν κοντά μου, να ανοίγει το παράθυρο και να εκσφενδονίζει δίπλα στο ρείθρο του πεζοδρομίου ένα άδειο πακέτο τσιγάρων και το περιεχόμενο από το τασάκι του αμαξιού του, γόπες, στάχτες, χαρτομάντιλα. Του έκραξα δυνατά και οργισμένος.
Καμία αντίδραση. Του αναβόσβησε με τα μακρινά φώτα ένας άλλος όπισθεν του οδηγός που έφευγε κι αυτός τότε. Πλήρης αδιαφορία ο κύριος. Αποφάσισα να κάνω κάτι ακραίο.
Μάζεψα το πακέτο από κάτω, αφού ρώτα τις σκόρπιες γόπες τις έβαλα μέσα και του το έδωσα λέγοντας ειρωνικά:
“Κάτι σας έπεσε κύριε”.
Ατάραχος και με αμέτρητη αφασία, απάντησε:
“Ευχαριστώ πολύ. Ξέρετε δεν μου έπεσε. Εγώ το έριξα”.
Δεν ειρωνευόταν καθόλου.
Το πακέτο με τα αποτσίγαρα που έλαβε στην επιστροφή από μένα, κατέληξε εκ νέου μετά την φυγή του στα δέκα μέτρα στο δρόμο καταμεσής του οδοστρώματος. Τόση καφρίλα.
Εκείνος συνέχισε τον δρόμο του, με την ευχάριστη έκπληξη ότι υπάρχουν ακόμα ευγενείς πολίτες σε μια πόλη που σίγουρα θεωρεί βάρβαρη από καθαριότητα δρόμων.
Εγώ ρίζωσα πιο βαθιά την πεποίθησή μου, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε για να βελτιώσω το περιβάλλον της πόλης μου, όπου θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου.
Όλη την ημέρα συνέχιζα να ανακαλώ το συμβάν στην μνήμη μου. Ο οδηγός εκείνος ήταν κάποιας ηλικίας. Με ακριβό αυτοκίνητο και καλοντυμένος όπως φάνηκε από το ανοικτό παράθυρο.
Σίγουρα είχε γαλουχηθεί σ’ ένα αστικό περιβάλλον, όπου ο δημόσιος χώρος είναι ένα γιγάντιο τασάκι.
Ένας κάδος, δηλαδή, σκουπιδιών που καταλαμβάνει δρόμους, πεζοδρόμια, πάρκα και παραλίες.
Έτσι θεωρούσε και την Αλεξ/πολη, που μπορούσε κανείς να πετάξει ότι θέλει, από μαι γόπα μέχρι πέντε φορτηγά μπάζα, χωρίς καμία απολύτως συνέπεια.
Γιατί άλλωστε να ενοχληθεί ο ίδιος;
Το μόνο που τον αφορούσε, είμαι βέβαιος γι’ αυτό, ήταν το ακριβό αυτοκίνητό του να’ ναι καθαρό, τα ρούχα καθαρά και αποσμητικά και η αδιαφορία του για ρύπανση περιβάλλοντος.
Βουτηγμένος στη ματαίωση, η μόνη σκέψη που έβρισκα παρηγορητική, ήταν η φράση που είπε κάποτε στον μακαρίτη πατέρα μου, ένας γείτονας Γερμανός στην καταγωγή από την Κατοχή που παρέμεινε εδώ με την κόρη του, κάποιος ονόματι Βίτμαν.
Αυτός αγάπησε την Αλεξ/πολη με πάθος και μάλιστα όταν κατάφερε να μείνει εδώ στην αποχώρηση των στρατευμάτων – δούλευε μηχανικός στις εγκαταστάσεις του Κιρκά – αγόρασε το σπίτι που έμεινε εκεί κοντά στο σημερινό ΚΑΠΗ και έγινε δημότης Αλεξ/πολης. Θα τον θυμούνται σίγουρα οι παλιοί γείτονές του.
Έλεγε:
“Αν συγκροτηθούν οι Έλληνες, σωστά και με μέθοδο, επειδή έχουν φιλότιμο, τότε θα κάνουν τη χώρα τους υπόδειγμα”.
Ο ξένος αυτός ήταν αισιόδοξος. Εγώ είναι σκεπτόμενος.
Όσο βλέπω τέτοια συμβάντα νομίζω πως δύσκολα γεννάται αισιοδοξία στους κατοίκους.
Πιο πολύ με καίει να είναι καθαρή όλη η πόλη, με το κέντρο της, τις γειτονιές και τις παραλίες, παρά τα έξω κτήματα και τα εξοχικά που δεν έχω σε κάποια παραθαλάσσια περιοχή.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής