9.4 C
Alexandroupoli
Sunday, August 3, 2025

Γατάκια της παλιάς Αλεξανδρούπολης

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

palia-alexandroupoli

Παρακαλώ να γυρίσουμε μισό αιώνα πίσω.

Σε μια Αλεξανδρούπολη χαμηλοβλεπούσα και χαμηλοτάβανη. Ρομαντισμός; Μάλιστα. Η καλή εποχή που λένε.

- Advertisement -

Ας μπούμε στο σκηνικό:

Δρόμοι πηγμένοι στη σκόνη το καλοκαίρι, πηγμένοι στη λάσπη το χειμώνα. Λακκούβα χαραδρική και μόνιμη. Ευτυχώς ισιάδα στα οικοδομικά τετράγωνα και σ’ όλη τη ρυμοτομία της πόλης.

Όλοι οι δρόμοι έβλεπαν και πήγαιναν στη θάλασσα, το καλό να λέγεται.

Φως αραιό στα κεντρικά σημεία, προφυματικό στις φτωχές γειτονιές με δημοτικό ηλεκτροφωτισμό παραγωγής με πετρέλαιο, σε κτίσμα λιτό και ανεξερεύνητο που λειτουργούσε καθημερινά με συνεχή ενοχλητικό βόμβο, στον χώρο που τώρα στεγάζονται τα γραφεία της ΔΕΗ.

Νερό πόσιμο με συνδεσμολογία απλών παροχών σε σπίτια, μαγαζιά και βρύσες υπαίθριες σπαρμένες σε κάθε συνοικία μερίμνης του υδραγωγικού Δήμου Αλεξανδρούπολης.

Ουρές οι τενεκέδες, οι στάμνες λαγήνες, τα κιούπια και τα γκιούμια για όσα νοικοκυριά δεν είχαν δημοτική παροχή.

Πολλά τα γυναικοξεμαλλιάσματα, στις ώρες διακοπής στις καλοκαιρινές μέρες.

Οικονομία νερού για μπάνιο, λουτρό σπιτικό και ξέπλυμα ρούχων στη σκάφη.

Λούσιμο δύο φορές τον χειμώνα για τα φτωχά γιατάκια. Παραμονή Χριστουγέννων και παραμονή Πάσχα.

Στους πολύ καθαρούς, πλύσιμο ποδιών κάθε δεκαπέντε προς αποφυγή παραγωγής “ροκ-φορ” στα δάχτυλα μέσα και της ανυπόφορης ποδάγρας.

Το καλοκαίρι πιο συχνά, λόγω πλαζ και θάλασσας.

Αγορά; Μικρά σε σειρά μαγαζιά τα περισσότερα μαζί στην οδό Εμπορίου και άλλα διασκορπισμένα στις γειτονιές και συνοικίες.

Τριτοκοσμικό θέαμα στις όψεις των χασαπιών με τα κρεμασμένα σε τσιγκέλια κρέατα, τις κρεατόμυγες μεγάλες σαν μοτοσακό αλλά σε διαρκή απηνή διωγμό από τους καλφάδες των κρεοπωλείων που τις έδιωχναν με τις φουντωτές σκουπεκότριχες μυγοσκοτώστρες.

Το ίδιο θέαμα και τα κρεμαστά κυνήγια γκιουρίσιες πάπιες, χήνες, ορτύκια, πέρδικες.

Στη σειρά και τα μανάβικα με θρίαμβο τη φρεσκάδα στα ζαρζαβάτια, μαρτυρία ότι η Αλεξανδρούπολη τότε είχε πολλά περιβόλια και μπαξέδες. Φρούτα εξίσου εντυπωσιακά και τα φτηνιάρικα γινόντουσαν εξαιρετικό “χοσάφ” στις λαϊκές κουζίνες.

Τα ψαράδικα, στον κατήφορο προς το λιμάνι δεξιά, εκεί που σήμερα στεγάζονται τα δημοτικά αφοδευτήρια (wc) μεγάλη ποικιλία ειδών ψαριού που τώρα τα βλέπουμε μόνο στα ντοκιμαντέρ της TV.

Μονοκατοικίες με αυλές κεραμοσκεπείς και χαγιάτια, πολλές Βενιζελικής παραχώρησης, τσιμεντένιες και ξυλοκουφωμάτων δωρεά του σχεδίου Μάρσαλ για την Ελληνική πλεμπάγια.

Θέρμανση για τεστ-κρας στην παγωνιά του χειμώνα, λαμαρινόπαπιες και μαγκάλια στην καλλίτερη περίπτωση μασίνες με καύσιμο την οξιά και το αρδίτσι από μάντρες ξύλου εμπόρων.

Ρουχισμός, επένδυση, υπόδηση αρκετά υπολογίσιμα σε τιμές και ποιότητα.

Ζευγάρι παπούτσια αγορά πρόβλημα για πολλούς κοστούμια, σακάκια, παλτό, πόλεμος.

Ψωμί, φραντζόλα περίπου 80-90 λεπτά, μεροκάματο εργατικό και περίπου 15 δρχ. Οι μεγάλοι μισθοί γύρω στο χιλιάρικο, οι πιο μεγάλο στα δυόμισι.

Που η φθήνια που συζητάνε σήμερα για τότε. Αυτό ήταν εν ολίγοις το σκηνικό.

Ας πάρουμε τώρα τα παιδιά, την νεολαία του τότε.

Χαρτζιλίκι, περίσσεμα, μπαγιάκο φυματικό, και ξόδεμα, σπάνια, απλησίαστα και μακρυθώρατα για τα περισσότερα νιάτα. Όχι, να πούμε την αλήθεια.

Μπήκαμε σε μετακατοχική περίοδο. Όλα δύσκολα. Τα περισσότερα φουκαρατζίδικα από 10-12 μέρι 16 προσπαθούσαν καθημερινά να εξεύρουν τρόπους και μεθόδους εξοικονομήσεως χαρτζιλικιού.

Μανάδες, γιαγιάδες, νονοί, θείοι, ξάδελφοι στο στόχαστρο για λίγα μπικικίνια να εξασφαλίσουν το κυριακάτικο σινεμά και τα καουμπόικα περιοδικά και άλλα έντυπα, χτυποκάρδια, μικροί ήρωες, Ταρζάν – Γκαούρ, διάπλαση παιδιών, ποκοπίκοι, μόνο με ανταλλαγή μεταξύ φίλων.

Από μεγάλους, αδελφούς ή αδελφές, τίποτε ούτε στόκο. Σφαλιάρες παίρνανε χαρτζιλίκι ποτέ.

Όσα παιδιά, τέτοια, δεν καταφέρνανε το πολυπόθητο χαρτζιλίκι, βάζανε μπρος τα ευρηματικά καρμπιρατέρ της μπαγαποντιά,ς της πονηρής λύσης, το αλανιάρικο αλεπουδίσιο κατόρθωμα.

Πάμε τώρα, στην αφήγηση μιας καταφερτζήδικης περίπτωσης ιστοριούλας που είναι πέρα για πέρα αληθινή και όσοι θέλετε την πιστεύετε.

Εξάλλου τα πρόσωπα και οι ήρωες αυτού του “στόρι” ήταν υπαρκτά με ονοματεπώνυμο που τους γνώριζαν καλά οι παλαιοί Αλεξανδρουπολίτες.

Λοιπόν, εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα, κλωθογύριζε βασανιστικά στο μυαλό των δύο φίλων από τα Μνηματάκια – Τσιμεντένια του γρηγοροπόδαρου Γιωργάκη του γαλατά κυρ-Παναγιώτη και του κολλητού του Χρηστάκη του Αυγέρη του ηλεκτρολόγου, με πιο τρόπο να εξοικονομούσαν 2, 3 τάλιρα για εισιτήριο στα Ηλύσια που πρόβαλε εκείνη τη βδομάδα σε σινεμασκόπ τον “Σπάρτακο” με τον Βίκτωρ Ματσιούρκα τον Κερκ Ντάγκλας.

Από την άλλη μεριά, στην ίδια γειτονιά με νοικιασμένο σπίτι της οδού Π. Γρηγορίου, κατοικούσε νωματάρχης διοικητής Αστυνομίας Αλεξ/πολης ένα άγριο Τσακάλι με στολή. Φωνακλάς, νευρικός, τσατίλας, με απολυφατικό ανάστημα, νεύρο σκέτο, φόβητρο για πολλούς αλλά και δίκαιος όταν έπρεπε στις αποφάσεις που φαινότανε ίσιες.

Σύζυγός του ήταν μια ξεχωριστή, ντόμπρα κυρία, ωραία και ψυχοπονιάρισα. Η κυρία Άννα, αγαπητή σ’ όλη την γειτονιά. Είχανε και ένα καλοπροαίρετο, καλό παιδί του Κωστάκη, λίγο μικρότερος σε ηλικία από τα δύο φιλαράκια της οδού Δραγούμη, που τακτικά παίζανε μαζί στις αυλές των σπιτιών τους.

Α, και κάτι άλλο, που έγινε η αιτία του όλου σκανδάλου, σεναρίου θα λέγαμε, που έδωσε αφορμή να γραφεί σ’ αυτό το κομμάτι το “στόρι”.

Η οικογένεια, λοιπόν, του κυρίου Διοικητή, διέθετε και μαι μεγαλόσωμη, σωστό αρπακτικό γάτα φίρμας Σιάμ, γκρίζα, ατίθαση, επιθετική, νευρική σαν το αφεντικό της που είχε ιδιαίτερη περιποίηση στο τάισμα με φρέσκο πλεμόνι και σ αράκια πελαγίσια.

Την εποχή εκείνη, ξέρεις τι θα πει, να τρώει ο γάτος μεζέ εκλεκτό και τα παιδιά στα Μνηματάκια να την γαζώνουν με λαχανόρυζο και γιουφκάδες.

Και το λοιπόν, οι κολλητοί φίλοι Γιωργάκης και Χρηστάκης εκείνες τις ημέρες κάνανε τσάρκα σε πολλούς μαχαλάδες γύρω και μέχρι στα κεντρικά καλά δίπατα σπίτια και κόβανε κόζα στα ψηλά μπαλκόνια με τα εκθέματα και τις απλωσιές της μπουγάδας.

Πρωινό ήτανε και σεντόνια, κουβέρτες και άλλα σκουτιά κάνανε ηλιοθεραπεία κρεμασμένα και για αερισμό της κλεισούρας της χειμωνιάτικης.

Και που λέτε…

– Οι χνουδάτες κουβέρτες πιάνανε τάλιρα αρκετά, (με εκτίμηση ειδικού) λέει ο μπασμένος Χρηστάκης στον αφελή περί κοντραμπατζίδικης τέχνης Γιωργάκη, που τον κοίταζε αναπολών ηλιθίως.

Ο Μπάρμπα – Μήτσος, μαγαζί “όλα τα παλιά αγοράζω” εκεί κοντά στο τούρκικο τζαμί οδός Τυρολόης, τις έπαιρνε κοψοχρονιά βέβαια, αλλά για το χαρτζιλίκι της ημέρας για τα δυο αλάνια ήταν νάμα δροσερό μέσα στο στέγνωμα της τσέπης τους.

– Αλλά πως να τις πάρεις; Εκεί πάνω που είναι οι άτιμες. Μονολόγησε αλεπουδίσια ο Χρηστάκης.

Γρήγορα επιστρέψανε στα λημέρια τους στον μαχαλά.

Τότε είδαν μπροστά στην αυλή του Νωματάρχη της αστυνομίας, τον γιο του Κωστάκη που έπαιζε και χαϊδολογούσε τον γάτο που ‘χε στην αγκαλιά του.

Τότε ακριβώς, άστραψε και ήρθε ρουκέτα η έμπνευση στους δύο κολλητούς μόρτες. Είπε ο επικεφαλής Χρηστάκης:

– Μου δίνεις για λίγο τη γάτα σου ρε Κωστάκη να την χαϊδέψω μέχρι εσύ να πας μέσα στο σπίτι να φέρεις το φαΐ της και την ξαναπαίρνεις αμέσως.

– Καλά, είπε συγκαταβατικά ο γιος του χωροφύλακα, χωρίς να σακουλευτεί περί πονηρού, χαμογέλασε μάλιστα που ο γάτος του ήταν αγαπητός και σ’ άλλους.

Μάγκωσε, λοιπόν, στη μασχάλη του ο Χρηστάκης το γάτο και μαζί με τον φίλο του Γιωργάκη φύγανε αστραπή για τις γειτονιές με τα ψηλά μπαλκόνια και τις χνουδάτες κουβέρτες που είχαν μαρκάρει.

Πάνω σ’ ένα μπαλκόνι, δεύτερο πάτωμα, οικία Αρμένη χρυσοχόου, είχανε απλώσει κουβέρτα καμηλό με ύφανση “ανκορά” ακριβή και πλουμιστή.

Κοίταξε ο Γιωργάκης ερευνητικά ολούθε, ερημιά κείνη την ώρα οι δρόμοι.

Ζύγισε καλά – καλά τον γάτο ο Χρηστάκης από κάτω και “παπ” τον πέταξε δυνατά πάνω στη χνουδάτη από την έξω πλευρά του μπαλκονιού.

Ο αιφνιδιασμένος γάτος, γαντζώθηκε γρήγορα στην κουβέρτα μην πέσει και αρπάχτηκε με τα γαμψά νύχια του πάνω της.

Βάρυνε η καμηλό και ήρθε στον κατήφορο μαζί με τον γαντζωμένο γάτο.

Ο Χρηστάκης, πήρε πρώτα το γατί και μετά την κουβέρτα που την είχε διπλώσει ταχτικά ο Γιωργάκης.

Έστριψαν καμικάζικα τον δρόμο και την τους είδατε.

Εκείνο το πρωινό, τρεις φορές κάνανε την ίδια γυμναστική και σ’ άλλα μπαλκόνια, μέχρι να παρωδούσουν ατόφια τη γάτα στον πνιγμένο από κλάμα και απαρηγόρητο γιο του αστυνόμου, Κωστάκη.

Ριγμένα πέντε τάλιρα στο χέρι για καθένα αλάνι στο αλισβερίσι με τον κοντραμπατζή μπάρμπα-Μήτσο και με ήρεμο επιστρεφόμενο γάτο οίκαδε.

Είχανε φρύξει στο τμήμα Αστυνομίας μετά από τις καταγγελίες των “κτυπημένων” νοικοκυραίων, πως διάβολο κλέφτηκαν οι κουβέρτες από κει πάνω, χωρίς οι δράστες να μπούνε μέσα στα σπίτια από πόρτες και παράθυρα.

Μάλιστα το τμήμα Ασφαλείας έδωσε εντολή να συνδράμουν και οι δικοί του να βρουν άκρη.

Ο μυστικός Κώτσος ο επονομαζόμενος “δαιμόνιο” γνώριζε πιο καλά τα κατατόπια και εγκατέλειψε για λίγο την παρακολούθηση των κομουνιστών και ασχολήθηκε με το άλυτο συμβάν.

Ανθίστηκε ότι όλη η δουλειά θα είχε πάρε δώσε με παλιατζήδες, λαμόγια συναλλαγής και στέκια εκποίησης ειδών αξίας.

Το κορδόνι της φάσης με το ψάξιμο του Κώτσου απέδωσε όταν ρωτήθηκε πιεστικά ο μπάρμπα Μήτσος.

Ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, γνώριζε τους δύο συναλλασσόμενους φίλους που ήταν απιδιά που ήξερε τους γονείς τους.

Τάπε λοιπόν χαρτί και καλαμάρι.

Η αλήθεια είναι ότι γελάσανε όλοι στο τμήμα ακόμα και ο βλοσυρός άγριος Τσάκαλος με το “κόλπο” που σκαρώσανε οι δύο νεαροί βλάμηδες.

Επιστρέψανε στους κατόχους τις κουβέρτες, έγιναν συστάσεις με σκαμπίλια απαραίτητα από τον ανακριτή χωροφύλακα στα ατίθασα Αλεξανδρουπολιτάκια, ειδοποιήθηκαν συνάμα και οι γονείς τους που ανέλαβαν τις σφαλιάρες επί δωδεκάμηνο στα βλαστάρια τους, που απέφυγαν τα χειρότερα.

Μόνο που σκάσανε από το κακό τους που δεν πρόλαβαν να δούνε τα δύο έργα στα ΗΛΥΣΙΑ μαι και “μπακίρια” για εισιτήρια είχανε οικονομίσει, οι δύο φίλοι.

Και σκεφτότανε τι αχάριστοι ήταν οι κοντραμπάτζηδες, και τα γατιά από έξυπνα ακροβατικά.

Καταλαβαίνουνε;

Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

Sunday, August 3, 2025

Latest News

Make a Wish: Δώσε δύναμη στην ευχή!

Γίνε υποστηρικτής από 1 ευρώ την ημέρα. Μπορείς να αλλάξεις τη ζωή ενός παιδιού που νοσεί. Make-A-Wish (Κάνε-Μια-Ευχή Ελλάδος)

More Articles Like This