Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Παλιά υπήρχε μια ολόκληρη δεκαετία (55-65) που ήτανε άσχημη εποχή για γάτες, σκύλους και άλλα τετράποδα.
Το Κάρμιτερ (Ντεπό) έτσι το λέγανε τον Γαλλικό σιδηροδρομικό Σταθμό, εκεί στα παλιά νεκροταφεία της Αλεξ/πολης, ήταν χώρος ανοιχτός από παντού με θεόρατες γέρικες βελανιδιές και λεύκες και στο νότιο μέρος υπήρχε διώροφο πέτρινο κτίσμα με εξωτερική επένδυση όλων των όψεων του με σανίδες παρκέ γκρίζες καταθλιπτικής εμφάνισης.
Ψηλά δίπλα του κτηρίου στεριωμένα πάνω σε δύο τσιμεντοκολόνες υπήρχαν ζεύγος διπλών βαρελιών συγκέντρωσης νερού και στο πλεύρισμα των μηχανών του τρένου, μια μεγάλη κόκκινη υδραυλική βάνα γέμιζε τα καζάνια της ατμομηχανής των τρένων που τροφοδοτούσε με ατμό ύστερα από το βράσιμο του νερού τους στροφαλοφόρους και τα έμβολα κίνησης του οχήματος.
Μιλάμε για είδος καυσίμου της εποχής των ΣΕΚ σημερινού ΟΣΕ.
Το λοιπόν, μέρες τελευταίες του καλοκαιριού ήτανε όταν το περιβόητο και ξακουστό σ’ όλη την Ευρώπη τσίρκο “MEDRANO” στάθμευσε και άραξε σ’ αυτόν τον σταθμό πριν αναχωρήσει όπως λέγανε για Κωνσταντινούπολη και άλλες πρωτεύουσες.
Αποβραδίς το νέο μαθεύτηκε αστραπιαία σ’ όλη την Αλεξ/πολη και αμέσως το επόμενο πρωινό μαζεύτηκε εκεί όλος ο περίεργος κόσμος και τα παιδιά κάθε ηλικίας της πόλης.
Ένα κομβόι βαγονιών αποτελούσε τον συρμό του τρένου με το τσίρκο.
Μακρόστενα, χαμηλά, χρωματισμένα δίχρωμα ασφαλή με σιδερένια κλουβιά περιμετρικά και οροφής που φιλοξενούσαν όλων των ειδών ζώα και θηρία εντυπωσιακά για τις παραστάσεις του τσίρκου.
Εκείνες τις ημέρες κυκλοφόρησε σ’ όλη την πόλη η είδηση, ότι το εν λόγω συγκρότημα είχε ξεμείνει από χρήματα και είχε χρεοκοπήσει.
Οι υπεύθυνοι της επιχείρησης προβληματιζόταν για την συντήρηση της αποστολής, του ταξιδιού στην πόλη και περισσότερο για την διατροφή των ζώων.
Έτσι εξέδωσαν μια ανακοίνωση, ένα φέιγ- βολάν να πούμε, όπου καλούσαν τον κόσμο της Αλεξ/πολης με μικρό εισιτήριο για μια επίδειξη και μίνι παράσταση στο χώρο του σταθμού στην παρακείμενη αλάνα προς την θάλασσα μεριά.
Ένα δεύτερο φέιγ-βολάν που ακολούθησε μετά προσκαλούσε σ’ όποιον μπορούσε να φέρει επ’ αμοιβής στην παράσταση ζωντανά κάθε μορφής και κατηγορίας για την τροφή των θηρίων που μένανε άσιτα όλες εκείνες τις ημέρες και είχαν αγριέψει επικίνδυνα.
Ένα τέτοιο προσκλητήριο – φυλλάδιο, κάλεσμα προτρεπτικό να πούμε καλλίτερα, το φύλαξα από τότε που έπεσε στα χέρια μου γιατί είχα το ψώνιο να είμαι συλλέκτης για όσα περίεργα κυκλοφορούσαν στην Αλεξ/πολη. Έτσι τα θεωρούσα λόγω της παιδικής αφέλειας και της διαχρονικής αξίας που έπαιρναν αργότερα με τα χρόνια.
Έτσι λοιπόν, μια κάποια στιγμή πρόσφατα,βρήκα ένα τέτοιο μέσα σε κούτα ΝΟΥΝΟΥ φυλαγμένο από τότε, που μου έδωσε την αφορμή να θυμηθώ όλο το ιστορικό της άφιξης του τσίρκου και τα παραλειπόμενά του.
Το αντιγράφω και απολαύστε το!
“Από την διεύθινσιν του τσίρκου MEDRANO:
Καλεί οιοσδήποτε δύναται να προσκομίσει τα κάτωθι ζώντα ζώα δια τας ανάγκας διατροφής των υπαρχόντων εμβίων οργανισμών του ζωολογικού τμήματος με τας κάτωθι επί μέρους τιμάς και αξιολογήσεως τούτων.
Η ως άνω παροχή επέχει Νομικήν θέσιν συμφώνως με το άρθρον καταστατικού του παγκοσμίου πλαισίου δια την διαρήρησιν, ύπαρξιν και συντήρησιν προστατευόντων ζώων παραστάσεως θεαμάτων”.
Παρατήρηση για την σύνταξη των ανωτέρω κειμένου: Φαίνεται σίγουρα ότι αυτό το συνέταξε σιδηροδρομικός υπάλληλος του γραφείου συντηρήσεως.. Και μη χειρότερα!
Έστω. Ακολουθεί το παραδοξολογικό της προσφοράς:
1ον: Αδέσποτα παντός φύλλου και προελεύσεως ήτοι:
Γαλή (γάτα) , κύων (σκύλος), όρνιθα (κότα), Αλέκτωρ (πετεινός), κίνικλος (τουτέστιν κουνέλι), ικτίς (κουνάβι), Νηκτικόν πτηνόν άγριον ή ήμερον (χήνα-πάπια) ταώς (παγόνι), ινδική όρνις (γαλοπούλα) και έτερα λοιπά της ομοίας συνομοταξίας έκαστον δρχ. 10.
2ον: Βοοειδή, όνοι, ημίονοι, αμνοερίφια, χοίροι, τιμές αναλόγως εξετάσεως, αξιολογήσεως και επιλογής της αρμόδιας επιτροπής παραλαβής.
Ώραι παραδόσεως από τις 0:9 πρωινής έως 14:00 μεσημβρινής εκάστης καθημερινήν.
Χώρος παραδόσεως παραπλεύρως Σιδ. Σταθμού (DEPO). Ασφάλειαν προσκομίσεως τούτων μερίμνην του μεταφέροντος κατόχου.
Εκ του οικονομικού γραφείου τσίρκο ΜEDRANO.
Ρε, τον μπαγάσα τον συντάξαντος, τύφλα να ‘χει ο Μπαμπινιώτης.
Στα δικά μας τώρα.
Ατίθαση, φάρα άτιμη, σκανδαλιάρικα, ζημιάρικα και παλιόπαιδα, όπως το πάρεις, ήταν ο ανήσυχος νεαρός Γιωργάκης του γαλακτοπώλη κυρ- Παναγιώτη ο επονομαζόμενος γοργοπόδαρος και με την ίδια μπογιά ο κολλητός του Χρηστάκης του Αυγέρη του ηλεκτρολόγου που το παρατσούκλι του ήταν ο κατσαβιδάκιας.
Και τα δυο τους αποτελούσαν μια απρόβλεπτη συμφορά σε καθημερινή βάση για ότι στραβό γινότανε στις γειτονιές τους τις δίπλα δηλαδή στα Μνηματάκια και στα όμορφα Τσιμεντένια.
Εκείνο το πρωινό που μαθεύτηκε ότι ήρθε το τσίρκο στην Αλεξ/πολη, πέσανε σε βαθιά συλλογή και τα δύο αλάνια ταυτόχρονα.
Πρόβλημα τους ήτανε να βρουν τίποτε ψηλά για να παρακολουθήσουν τη μίνι παράσταση που έδινε εκείνη τη μέρα το τσίρκο, αλά και για το απογευματινό σινεμά στα ΤΙΤΑΝΙΑ που πρόβαλε δύο παρακαλώ έργα μαζί, περιπέτειες με ΦΟΥ-ΜΑΝΤΖΟΥ και ΖΟΡΟ, βάλε επί πλέον και τα απαραίτητα μπατιρόσπορα που απαιτούνταν για την ευχάριστη παρακολούθηση των έργων, άστα και φασκελοκουκούλατα.
Μεγάλος, λοιπόν, μπελάς η εξεύρεση ρευστού για την ικανοποίηση των δυο θεαμάτων και για μια στιγμή ο Χρηστάκης, που λέγαμε, έπιασε τον Γιωργάκη εκείνο το πρωινό και τον μίλησε σιγά, τουμπεκίσια, ψιθυριστά σχεδόν μην ακουστεί από τη μάνα του κυρά – Μαρίκα που πάντα τον υποψιαζόταν για ότι σκάρωνε με τον Γιωργάκη.
Την “επιχείρηση χαρτζιλίκι” λοιπόν, τη συζητούσανε σε ένα κοϊτή (έτσι λέγανε τα παιδιά της εποχής εκείνης) το κρυφό μέρος της αυλής του σπιτιού του Χρηστάκη που σχηματιζότανε από γωνία δύο τοίχων των σπιτιών.
– Βρήκα και κόψε, είπε μάγκικα και πονηρά ο κατσαβιδάκιας Χρηστάκης.
– Το πράμα ρε χαμένε; απόρησε ο κολλητός του Γιωργάκης.
– Η κυρά Σμαράγδα η γειτόνισσα ρε τούβλο.
– Ε, και…
– Έχει όπως, ξέρεις σκύλο τον Ντούλη.
– Τι θα είχε ρε η γριά; Λαγό δεμένο με λουρί; Ανταπάντησε ο γοργοπόδαρος Γιωργάκης.
Το λοιπόν, ο Χρηστάκης κοίταξε περίεργα και συνωμοτικά τον φίλο του.
– Αμάν, δικέ μου, μυαλό γιαούρτι έχεις.
Τον πήρε παραπέρα, πιο απόκρυφα και έριξε ακόμα πέντε κουβέντες ταφίσιες σιγανότερες.
Κάπου, την ίδια ώρα. Το σκηνικό στη λαϊκή γειτονιά Μνηματάνια ήτανε πιο εμβληματικά κλασικό.
Ο πατέρας του Μάϊκου (βουλκανιζατέρ) όσοι παλιοί Αλεξ/πολίτες τον ξέρανε, μεγαλομπακάλης, διατηρούσε μαγαζί εδώδιμα και αποικιακά, με πολλά άλλα είδη τροφίμων.
Το μαγαζί δέσποζε εκεί στη γωνία Καβύρη και Φωτίου απέναντι από το σημερινό ΠΙΚΠΑ, με πολλές μεγάλες τζαμαρίες και διπλές πόρτες σε κάθε δρόμο.
Εκείνο το πρωινό, ο καραμανλέας μπακάλης, δέχτηκε την επίσκεψη της αρχοντογυναίκας κυρίας Σμαράγδας, τακτική πελάτισσά του που έμενε ακριβώς διαγώνια στο ίδιο τετράγωνο της Δραγούμη σε μια μονοκατοικίας απέναντι από τα σπίτια των αδελφών Μαρτίνη.
Πολίτισσα στην καταγωγή, ευκατάστατη, άψογη σε ντύσιμο με τυρκουάζ τουρμπάνι, στο μέτωπο και χρυσαφικά, μαλαματένια στα χέρια και στο λαιμό της.
Αχώριστος σύντροφός της, ο περιποιημένος σκύλος ονόματι ΝΤΟΥΛΗΣ, αρκετά μακρύς και κοντοπόδαρος. Έβγαλε το χαρτάκι από την τσάντα της και περιέγραψε την αιτούμενη παραγγελία της, με στόμφο και μασώντας την προφορά του “ρο” σε Γαλλική εξάν και Ελληνικό “γο”.
Ο κοπρίτης Ντούλης ελεύθερος πιο πέρα, κοντά στην πόρτα αδημονούσε στο φεύγα και στο γεύμα που θα ακολουθούσε μετά την παραγγελία που ήταν σχεδόν όλη δικιά του.
Μορταδέλα και αλλαντικά χωρίς παχάκια, μπριζολάκια Αργεντικής κονσέρβα, φουά γκρα Γαλλίας σε βαζάκια και άλλες τέτοιες λιχουδιές, αποκλειστικά για την δική του καταπιώνα.
Τα δύο παλιόπαιδα, ο Χρηστάκης και Γιωργάκης που προαναφέρθηκαν, στήσανε καραούλι και παγανιά από έξω απ’ το μαγαζί, κολλητά στους πεσσούς της πόρτας, αθέατοι από μέσα.
Και ο Νοτύλης ο σκύλος, ελεύθερος μύριζε, μύριζε και σε μια φάση σήκωσε το πισινό κοντοπόδαρό του και κατούρησε ένα τσουβάλι με ρύζι γλασέ που ήταν ακουμπισμένο στο παραπόρτι.
Η ραφιναρισμένη κυρία Σμαράγδα το μάλωσε.
– Ντούλη μακριά σε παρακαλώ, ήσυχα, ντροπή.
Ο μπακάλης γέλασε:
– Δεν πειράζει, καθ’ όσον, δεν βαριέσαι, θα το τρώγανε και κατουρημένο το ρύζι η πλεμπάγια της γειτονιάς.
Και ύστερα έκανε προς την πόρτα ο Ντούλης και η μαντάμ – μαμά του, πλήρωσε τον λογαριασμό, πήρε τα ρέστα και κοίταξε στο γύρισμα.
Ντούλη, φώναξε απανωτά τρεις φορές, αλλά δεν τον είδε τον Ντούλη πουθενά.
– Που πήγε; είπε με αγωνία περίσσια.
Τα έβαλε και με τον καρταμανλέα μπακάλη.
– Δεν προσέχατε;
– Παρδόν, είπε αυτός, αλλά εγώ κυρία Σμαράγδα πουλάω εδώδιμα αποικιακά. Δεν φυλάω σκυλιά.
Αναστατώθηκαν όλα τα Μνηματάκια και Τσιμεντένια.
– Ντούλη! Ντούλη! Πουθενά ο Ντούλης.
Κάμποσες γειτόνισσες που ξέρανε την αδυναμία που είχε η ξεχωριστή κυρία στον σκύλο της, τον μοιρολογούσανε μακάβρια:
– Μπας και τον έκοψε κανένα αυτοκίνητο του στρατού που περνούσανε τακτικά από εκείνο το δρόμο της Καβύρη με απρόσεχτους οδηγούς φαντάρους.
– Μπα, θα του βρίσκαμε τα ρέστα, αποφάνθηκε μια ξύπνια από τα Μνηματάκια.
Ένας πρόστυχος, λιμενεργάτης αχθοφόρος και καραγωγέας της πλάστιγγας που παρακολουθούσε είπε:
– Σερνικό ήτανε;
– Μάλιστα, απάντησε θλιμμένα η κυρία Σμαράγδα.
– Θα είδε καμιά σκυλίτσα και την πήρε καταπόδι, για τα περαιτέρω.
– Σας παγακαλώ, απάντησε πειραγμένη και θιγμένη η σαστισμένη πελάτισσα, ο Ντούλης μου δεν κάνει τέτοια ανήθικα.
Πουθενά, λοιπόν ο Ντούλης.
Μπα. Ο σκύλος ήταν στο υπόγειο του σπιτιού του Γιωργάκη που έλειπαν οι γονείς του με τη δουλειά τους στο γαλατάδικο.
Οι δυο φίλοι τούχανε βάλει και παπάρα με γάλα, αλλά το σκυλί δεν άγγιζε.
Πήγε να του χώσει μαι κλωτσιά, ο Χρηστάκης αγανακτισμένος.
– Φάε ρε κερατόσκυλο. Ο Ντούλης έκλαιγε με αναφιλητά.
– Τώρα τι κάνουμε; είπε ο Γιωργάκης
Και λοιπόν η λύση με το δίρηγο τσουβάλι και τον Ντούλη μέσα σπαράζοντας ήταν γρήγορη απόφαση και από τα δύο αλάνια.
Για πότε μεταφέρθηκε και παραδόθηκε έναντι 10 δρχ. Στο τσίρκο, μονάδα οι δύο φίλοι το ξέρανε και το ποδήλατο Μπάουερ του κυρ-Παναγιώτη του γαλατά που το τρέξε.
Ο Ντούλης σίγουρα μετά αναπαύθηκε και χωνεύτηκε σε στομάχι τίγρεως ή λιονταριού.
Αγαπάτε τα ζώα. Έτσι;
Το στόρι αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό κι αν θέλετε το πιστεύετε.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής