H διδασκαλία των τριών Ιεραρχών και άλλων θεολόγων για την έννοια του Αγίου
Η έννοια του θείου, του αγίου, του ιερού έχει ορισμένα υπαρξιακά χαρακτηριστικά ιδιώματα, γνωρίσματα (Παρατίθεται και η γερμανική ονομασία).
α) το φοβερόν, das Schauervoll,
β) το μεγαλείον, das übermächtig,
γ) το ενεργητικόν, das Energisch,
δ) το μυστήριον, das Mysterium,
ε) το μαγευτικόν, das Fascinans,
στ) το δεινόν, das Ungeheuer
ζ) το σεβαστόν, das Augustum [1],
θα επιχειρήσουμε μια σύντομη ανάλυση κάθε γνωρίσματος, η οποία στηρίζεται κυρίως στο περίφημο βιβλίο του RUDOLF ΟΤΤΟ (1869-1937) γερμανού θεολόγου, DAS HEILIGE (Το Άγιον) [1].
Α) ΤΟ ΦΟΒΕΡΟΝ
Συνώνυμα είναι το σεβαστόν, το τρομερόν, λατινικά tremendum.
Η έννοια του θείου δεν είναι φαινόμενον είναι νοούμενον. Ξεφεύγει όμως κάθε ορισμό.
Στην θεία λειτουργία μετά την μυστική ευχή ο ιερέας λέγει με δυνατή φωνή «τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα» και ο λαός «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις».
Αυτές οι τρεις επικλήσεις άγιος, άγιος, άγιος τονίζουν την Αγιότητα του Κυρίου των Δυνάμεων (αυτό σημαίνει Κύριος Σαβαώθ).
Στην Παλαιά Διαθήκη (Έξοδος 23:27) αναγράφεται: «Τον φόβον μου θα στείλω έμπροσθεν σου».
Επίσης στο βιβλίο του Ιώβ κεφ. 9:34 αναγράφεται: «Ας απομακρύνει απ’ εμού την ράβδον του και ο φόβος του ας μη με εκπλήττει».
Πάλιν στο βιβλίο του Ιώβ 13:21 «Την χείρα σου απομάκρυνε από μένα και ο φόβος σου ας μη με τρομάξει» [1]
Β) ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟΝ λατινικά «majestas».
«Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου» Ο χαρακτηρισμός μεγαλείον αρμόζει κατ’ εξοχήν στον Θεόν [1].
Γ) ΤΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΝ
Χαρακτηριστικόν του Θείου, του Αγίου, του Ιερού είναι ότι ενεργεί επειδή ζει, υπάρχει. «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. 10:51).
Δ) ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ
Οι ελληνικές λέξεις «θάμβος» και «εκμθαμβείσθαι» εκφράζουν επακριβώς την αίσθηση που προκαλεί το μυστήριον. Στο Ευαγγέλιο κατά Μάρκον (10:32) διαβάζουμε «Ήσαν δε εν τη οδώ αναβαίνοντες εις Ιεροσόλυμα και ην προάγων αυτούς ο Ιησούς και εθαμβούντο και ακολουθούντες εφοβούντο» (Βρίσκονταν στον δρόμο αν ανεβαίνοντας προς τα Ιεροσόλυμα, κι ο Ιησούς προχωρούσε μπροστά απ’ αυτούς. Κι αυτοί ένιωθαν να τα έχουν χαμένα και καθώς τον ακολουθούσαν φοβούνταν).
Πάλιν στο Ευαγγέλιο του Μάρκου (16:5,6) συναντάμε την ίδια έννοια του θάμβους ενώπιον του μυστηρίου του ιερού. «και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν και εξεθαμβήθησαν, ο δε λέγει αυταίς μη εκθαμβείσθε» (Κι όταν μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νέο που καθόταν στα δεξιά ντυμένο με λευκή στολή και κατελήφθησαν από ένα ανάμικτο αίσθημα έκπληξης και φόβου. Αλλ’ εκείνος είπε σ’ αυτές «Μη φοβάστε») [1].
Το Μυστήριον, ο Μύστης, ο Μυστικισμός προέρχονται πιθανόν από μια ρίζα στα σανσκριτικά – αρχαιοελληνικά «μυσ-» που ακόμα υφίσταται, σημαίνει σιωπώ και κλείνω τα μάτια για να δω μ’ ένα εσωτερικό νοητό φως [1].
Γράφει ο ιερός Αυγουστίνος (354-430) στις εξομολογήσεις του (11, 9, 1) «Τι είναι αυτό που με διαπερνά και με πλήττει χωρίς να με πληγώνει; φρίττω και φλέγομαι. Φρίττω ενόσο είμαι ανόμοιος σ’ εκείνον, φλέγομαι ενόσο είμαι όμοιος σ’ εκείνον».
Το τελείως άλλον είναι το θαυμαστόν, το ανεξήγητον και ασύλληπτον, το ακατάληπτον κατά τον Άγιο Χρυσόστομο (345-407).
Μας οδηγεί στην λογική της σύμπτωσης των αντιθέτων (coincidentia oppositorum) που είναι ο ορισμός του Θείου στην λατινική.
E) ΤΟ ΜΑΓΕΥΤΙΚΟΝ
Το ποιοτικό περιεχόμενο του ιερού (στο οποίο το μυστηριώδες του δίνει την μορφή) είναι αφενός το χαρακτηριστικό του τρομερού με το μεγαλείο, αφετέρου είναι προφανώς συγχρόνως κάτι ιδιαίτερα ελκυστικό, μαγευτικό που εμφανίζεται σε μια σπάνια αρμονία αντιθέσεων.
«Όπως τιμούμε το Άγιο με δέος και φόβο, συγχρόνως δεν θέλουμε να φύγουμε απ’ αυτό αλλά ακόμη βαθύτερα να υπεισέλθουμε» γράφει ο Λούθηρος.
«Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ετοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» προς Κορινθίους (2:9)
Το θείον είναι το υψηλότατο, το ισχυρότατο, το άριστο, το πιο όμορφο, το πιο αγαπητό από όλα που μπορεί να σκεφθεί ένας άνθρωπος.[1]
ΣΤ) ΤΟ ΔΕΙΝΟΝ
Δεινός σημαίνει στα ελληνικά, εκείνος που προκαλεί δέος, ο φοβερός, ο τρομερός.
«πολλά τα δεινά, κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει» γράφει ο Σοφοκλής.
Επίσης σημαίνει σεπτός, ισχυρός, κρατερός, σφοδρός, ικανός, επιτήδειος, έμπειρος, σοφός, ασύλληπτος, ξένος [2].
Ζ) ΤΟ ΣΕΒΑΣΤΟΝ (λατινικά και γερμανικά das Augustum)
Σεβαστός είναι κατ’ εξοχήν ο Θεός. Εκ των υστέρων δόθηκε ο χαρακτηρισμός σε βασιλείς και αυτοκράτορες π.χ. ο αυτοκράτωρ της Ρώμης Αύγουστος (σεβαστός) Οκταβιανός, που είχε σχεδόν θεοποιηθεί. Από τον αυτοκράτορα Αύγουστο προήλθε η ονομασία του μηνός Αυγούστου.
Υπάρχουν δύο τρόποι, δύο οδοί αναζήτησης του θείου:
α) Η καταφατική οδός (via eminentiae et causalitatis) Η οδός μέσω ανύψωσης των σκέψεων και αναζήτησης των αιτίων προς εξεύρεση αποδείξεων της θεότητος.
β) Η αποφατική οδός ή θεολογία (via negationis) Η οδός αναζήτησης της θεότητος μέσω αρνήσεων.
Ο Γρηγόριος ο θεολόγος, ο Ναζιανζηνός (329-390) έγραψε ένα ύμνο εις θεόν που θεωρείται έκφραση αποφατικής θεολογίας. Το πρωτότυπο κείμενο με μετάφραση στα γερμανικά συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του ΤΟ ΑΓΙΟΝ ο Rudolf Otto. (σελ. 218 και 229). Παραθέτουμε τον Ύμνο σε μετάφραση στην νεοελληνική. Η λέξη επέκεινα του πρώτου στίχου σημαίνει επάνω και πέραν.
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΘΕΟΝ (Πατρολογία Migne, 37, 507)
του Γρηγορίου του θεολόγου
Ὤ πάντων ἐπέκεινα τι γάρ θέμις ἄλλο σέ μέλπειν;
Πῶς σέ τόν ἐν παντεσσιν ὑπείροχον ὑμνοπολεύσω;
Πῶς λόγος ὑμνήσει σέ; σύ γάρ λόγω οὐδενί ρητός.
μοῦνος ἐῶν ἄφραστος επει τέκες ὄσσα λαλεῖται,
μοῦνος ἐῶν ἄγνωστος επει τέκες ὄσσα νοεῖται.
Πάντα σέ καί λαλέοντα,καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει.
Πάντα σέ καί νοέοντα καί οὐ νοέοντα γεραίρει.
Ξυνοί γάρ τέ πόθοι,ξυναί δ’ὠδίνες ἁπάντων
ἀμφί σε σοι δέ τά πάντα προσεύχεται εις σέ δέ πάντα
σύνθεμα σόν νοέοντα λαλεῖ σιγώμενον ὕμνον.
Ἐκ σέο πάντα πέφην συ δ’οὐδενός εἴνεκα μοῦνος .
Σοί ἐνί πάντα μένει,σοι δ’ἀθρόα πάντα θοάζει.
Καί πάντων τέλος ἐσσί, καί εἰς, καί πάντα και οὐδείς,
οὔχ ἐν ἐῶν,οὐ παντα πανώνυμε,πῶς σέ καλέσσω,
τόν μόνον ἀκλήιστον; ὑπερνεφέας δέ καλύπτρας
τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται; Ἴλαος εἴης,
ὤ πάντων ἐπέκεινα τι γάρ θέμις ἄλλο σέ μέλπειν;».
«Ω πάντων επέκεινα, πως είναι θεμιτό αλλιώς να σε υμνήσω;
Πως να σε υμνήσει ο λόγος; Γιατί εσύ από κανένα λόγο δεν εκφράζεσαι.
Πώς να σε αθρήσει ο νους; Γιατί εσύ από κανένα νου δεν είσαι νοητός.
Μόνος όντας άφραστος˙ γιατί εσύ εγέννησες όσα λαλούν.
Όλα όσα ομιλούν και όσα δεν ομιλούν εσένα δοξάζουν.
Όλα όσα νοούν και δεν νοούν εσένα εξυμνούν.
Γιατί κοινοί είναι οι πόθοι, κοινές οι ωδίνες όλων γύρω από εσένα˙
σε εσένα όλα προσεύχονται˙ σε εσένα όλα με μια φωνή λαλούν
ένα σιωπηλό ύμνο που εσύ μόνο κατανοείς. Σε σένα όλα μένουν˙
σε σένα όλα αθρόα προστρέχουν. Και είσαι εσύ ο σκοπός όλων,
μη όντας όλα, πανώνυμε πώς να σε καλέσω,
εσύ που είναι αδύνατον να σε εκφράσω;
Πάνω από τις καλύπτρες των νεφών, ποιος ουράνιος νους μπορεί να διεισδύσει;
λυπήσου μας ω πάντων επέκεινα, πως είναι θεμιτό αλλιώς να σε υμνήσω».
Θα ήθελα να παραθέσω μια σκέψη του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (335-394) αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου, που θεωρείται η ισχυρότερη φιλοσοφική διάνοια της εποχής του [3].
«Η εύρεσις του Θεού εστίν το αεί ζητείν˙ ου γαρ άλλο εστί το ζητείν και άλλο το ευρίσκειν… και τούτο εστίν όντως ιδείν τον Θεόν, το μηδέποτε της επιθυμίας κόρον ευρείν˙ αλλά χρη πάντοτε βλέποντα, δι’ ων εστί δυνατόν οράν, προς την του πλέον ιδείν επιθυμίαν εκκαίεσθαι».
Η εύρεση του Θεού είναι πάντοτε να τον ζητάς, γιατί δεν είναι άλλο το να τον ζητάς και άλλο να τον έχεις βρει… και αυτό είναι αληθινά να ιδείς τον Θεόν, να μην κορεσθείς ποτέ από την επιθυμία να τον βρεις˙ πρέπει πάντοτε ενώ τον βλέπεις, όσον είναι δυνατόν να τον βλέπεις, να καίγεσαι επιπλέον από την επιθυμία να τον δεις.[3]
Ο Μέγας Βασίλειος (330-379) παραιτείται να αναφέρει οντολογικά περί Θεού χαρακτηριστικά και κάνει λόγο περί «ιδιωμάτων» δηλαδή υπαρξιακών χαρακτηριστικών που εκδηλώνονται διά τη δυνάμεως Του.
Αυτά τα ιδιώματα είναι «το φοβερόν, το φιλάνθρωπον, το δίκαιον, το δημιουργικόν, το προγνωστικόν, το ανταποδοτικόν, το μεγαλείον και το προνοητικόν» [3]
Από τα οκτώ υπαρξιακά χαρακτηριστικά του Θεού του Μεγάλου Βασιλείου μόνο δύο που υπογραμμίζουμε συμπίπτουν με τα επτά χαρακτηριστικά του Rudolf Otto.
Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το μικρό υπόμνημα στην μνήμη του συμμαθητή μου ΣΤΑΘΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ, ένα χρόνο πριν από εμένα στο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης, θεολόγου, μετέπειτα γυμνασιάρχου στο Γυμνάσιο Κομοτηνής, που όταν πήγαινα στην Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές μου συνέστησε την αγορά του βιβλίου του RUDOLF OTTO, DAS HEILIGE.
ΠΗΓΑΙ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
[1] RUDOLF OTTO, DAS HEILIGE C.H. BECK’SCHE
VERLAGSBUCHHANDLUNG, MüNCHEN. (1936), σελ. 232.
[2] Δ. δημητρακου, μεγα λεξικον της ελληνικης γλωσσης λήμμα
«δεινόν».
[3] ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΣ» τόμος ΕΛΛΑΣ, λήμμα «Μ. Βασίλειος», «Γρηγόριος Νύσσης», «Γρηγόριος ο θεολόγος», «Ιωάννης ο Χρυσόστομος», σελ. 684-687.