Μεγάλο πλήγμα πάθανε
οι άνθρωποι που ταξιδέψαν
με το πλοίο NORMAN
σε περιπέτειες τους μπλέξαν.
Ο καθένας είχε όνειρα
για να ταξιδέψει,
μα δυστυχώς η θάλασσα
τούς είχε παγιδέψει.
Ο μήνας είχε εικοσιοκτώ
ξημέρωνε η Κυριακή,
κανείς δεν το περίμενε
στο χάος να βρεθεί.
Στις τέσσερις τα ξημερώματα
σε μια κακή στιγμή
περάσανε οι άνθρωποι
μεγάλη ταραχή.
Όταν τους μύρισε ο καπνός
και είδαν φωτιές να βγαίνουν
δεν ξέραν που να παν’
δεν ξέραν τι να κάνουν.
Σαν ποντικοί πιαστήκανε
οι άνθρωποι στο πλοίο
μέσα στις πύρινες φωτιές
και στο βαρύ το κρύο.
Άλλος τρέχει προς τα εδώ
και άλλος προς τα πέρα
και τα παιδιά φωνάζανε
«μανούλα και πατέρα».
Η μάνα χάνει το παιδί
και το παιδί τη μάνα
στο τραγικό ναυάγιο
ξεσπάγανε στο κλάμα.
Πρωτοχρονιά περίμεναν
και αυτοί για να γιορτάσουν
με τα αγαπημένα πρόσωπα
τις μέρες να περάσουν
μα δυστυχώς η μοίρα τους
τους είχε πλέον γράψει
έκπληξη δυσάρεστη
τους είχε επιφυλάξει.
Σαν βγήκε αυτή η είδηση
η άχαρη και μαύρη
ο καθένας τρέχει σαν τρελός
τους ανθρώπους του για να’βρει
με την κομμένη την πνοή
και δάκρυα στα μάτια
πολλές καρδιές χτυπούσανε
και γίνονταν κομμάτια.
Που χάσανε τα πρόσωπα
τα πιο αγαπημένα
μέσα στο σκάφος δυστυχώς
που ήταν εγκλωβισμένα
σε τραγωδία κατέληξαν
οι εκδρομείς στο πλοίο
που φύγανε απ’ τη ζωή
με ένα πικρό αντίο.
Σπήλαιο Ορεστιάδος