Το κλίμα έγινε βαρύ
σε ολόκληρο τον κόσμο
που χάθηκαν οι άνθρωποι
στον ανύποπτο το χρόνο.
Τρίτη ημέρα ήτανε
στις εικοσιτέσσερις Μαρτίου
που φύγανε οι άνθρωποι
με ένα πικρό αντίο.
Όταν ο πιλότος βγήκε
έξω από το πιλοτήριο,
τότε γνώρισε και αυτός
το πιο σκληρό μαρτύριο.
Διότι ο συγκυβερνήτης
τον είχε εγκλωβίσει,
έξω πλέον δυστυχώς
τον είχε πια αφήσει.
Ο πιλότος χτύπαγε
την πόρτα να του ανοίξει,
ο συγκυβερνήτης αποφάσισε
το αεροσκάφος για να ρίξει.
Όλοι πια κατάλαβαν
πως κάτι κακό συμβαίνει,
σαν τα θεριά ουρλιάζανε
με μια φωνή κομμένη.
Η μάνα αγκαλιάζει το παιδί
και το παιδί τη μάνα,
όλοι τους ξεσπάγανε
με το βαρύ το κλάμα.
Χάθηκαν και δεκάξι παιδιά
που ήταν του λυκείου
με τους δυο καθηγητές
απ’ της ζωής το πλοίο.
Πολλοί γονείς θρηνήσανε
και μαύρισε η καρδιά τους
εις στο δυστύχημα αυτό
που χάσαν τα παιδιά τους.
Κακό ήταν το μήνυμα
βαρύ πολύ στις μάνες
για τα παιδιά τους να χτυπούν
το πένθιμο οι καμπάνες.
Σαν βγήκε αυτή η είδηση
η άχαρη και μαύρη,
καθένας τρέχει σαν τρελός
τον άνθρωπό του να βρει.
Με την κομμένη την πνοή
και δάκρυα στα μάτια,
πολλές καρδιές χτυπούσανε
και γίνονταν κομμάτια.
Που χάσανε τα πρόσωπα
τα πιο αγαπημένα,
στα χιονισμένα τα βουνά
που ήταν εγκλωβισμένα.
Συλλυπητήρια θερμά
που χάσαν τα παιδιά τους,
σε μια στιγμή ανύποπτη
μέσα απ’ την αγκαλιά τους.
Σπήλαιο Ορεστιάδας