Δεν μπορεί να υπάρχει “Ανθρωπιστική κρίση”, στην έκταση μάλιστα που υποστηρίζει ο κ. Τσίπρας, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι μεγαλύτερο από πολλές χώρες της Ε.Ε.
Οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν ότι η οικονομική πολιτική πού επέβαλε το Μνημόνιο στη Χώρα μας έφερε την κρίση πού βιώνουμε τώρα και πέντε χρόνια και όχι το αντίθετο.
Ότι δηλαδή ευθύνεται η κρίση πού προϋπήρχε και εκδηλώθηκε απότομα όταν η Χώρα πτώχευσε και δεν μπορούσε πια να δανειστεί από τις αγορές.
Το γεγονός αυτό ανάγκασε την τότε Κυβέρνηση του Γ. Α. Παπανδρέου να προσφύγει στους εταίρους μας, στο Eurogroup και στο ΔΝΤ, να ζητήσει τα ευρώ πού είχε ανάγκη η Χώρα για να αποφύγει την ανοικτή χρεοκοπία και την ολοκληρωτική κατάρρευση της οικονομίας, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο ίδιος και το κόμμα του πλήρωσαν ακριβά το μέγα ψέμα, ότι «λεφτά υπάρχουν».
Το πλήρωσε όμως και η Χώρα, αφού μπήκε σε μια περιπέτεια, πού ειδικά τώρα δε φαίνεται να έχει τέλος.
Η αντιμνημονιακή ρητορική του Α. Σαμαρά, αρχηγού τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και μικρότερων κομμάτων, ιδίως των αριστερών, καθώς και τα ανεύθυνα ΜΜΕ, έκαμαν τον πολύ κόσμο, πού δεν διέθετε την απαιτούμενη ορθή κρίση για να αντιληφθεί πλήρως την πραγματική σχέση αιτίου και αιτιατού, να πιστεύει ότι η μνημονιακή πολιτική έφερε την ύφεση και τη βαθειά κρίση.
Το πρώτο Μνημόνιο είχε βέβαια κάποια μειονεκτήματα, πού οφείλονταν στην εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση και στην πλήρη σύγχυση πού επικρατούσε στην Κυβέρνηση του Γ.Α.Π. η οποία κατά τη λαϊκή έκφραση «τα είχε εντελώς χαμένα». Επίσης στην ΕΕ και το Eurogroup δεν υπήρχε ανάλογη εμπειρία ούτε θεσμική πρόβλεψη για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας έκτακτης κατάστασης.
Για το λόγο αυτό ζητήθηκε ή ανάμειξη του ΔΝΤ που υποτίθεται ότι διέθετε την αναγκαία τεχνογνωσία.
Με το δεύτερο μνημόνιο παραμερίστηκαν τα περισσότερα μειονεκτήματα του πρώτου, με βάση την εμπειρία πού αποκτήθηκε εν τω μεταξύ.
Όμως η ανεπάρκεια, ιδίως ή χαμηλή ποιότητα των Greek Statistics και η ελλιπής συνεργασία, μέχρι και η αντίδραση του πολιτικού συστήματος, δεν επέτρεψαν την επεξεργασία και εφαρμογή μέτρων πολιτικής πιο καταλλήλων για τις ιδιορρυθμίες μιας οικονομίας, όπως η ελληνική.
Σήμερα, μετά από πέντε χρόνια από το πρώτο μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως Κυβέρνηση τώρα, υποστηρίζει ότι η μνημονιακή πολιτική απέτυχε πλήρως και οδήγησε στην «ανθρωπιστική κρίση»;
Πώς όμως μπορεί να υπάρχει ανθρωπιστική κρίση, μάλιστα στην έκταση πού υποστηρίζει ο κ. Τσίπρας, σε μια Χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία το Κατά Κεφαλήν Εισόδημα είναι πολύ μεγαλύτερο από πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και της Ευρωζώνης;
Στην έκταση που υπάρχει πράγματι ανθρωπιστική κρίση, αυτό οφείλεται στην ανεπάρκεια της οικονομικής και κυρίως της κοινωνικής πολιτικής του Κράτους.
Άλλωστε δεν είναι ο μόνος τομέας στον όποιο αποτυγχάνει η πολιτική τάξη, η δημόσια διοίκηση και γενικά το Ελληνικό Κράτος.
Πολλά σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα χρονίζουν και έχουν κακοφορμίσει. Μεταξύ άλλων:
• Ή λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, η Κοινωνική Ασφάλιση, η Δημόσια Υγεία, η Παιδεία, η Δικαιοσύνη, το Φορολογικό Σύστημα, η Αυθαίρετη Δόμηση, το Κτηματολόγιο και Δασολόγιο, η παράνομη μετανάστευση, ακόμη και το απλούστερο θέμα η διαχείριση των στερεών αποβλήτων πού μας ντροπιάζει και είναι η αιτία διεθνούς διασυρμού της Χώρας και επιβολής τσουχτερών προστίμων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για τις παράνομες χωματερές και την ανεξέλεγκτη εναπόθεση απορριμμάτων και μπάζων στο περιβάλλον.
«Αυτή είναι η Ελλάδα», όπως είπε ο τέως Πρωθυπουργός κ. Σημίτης, σε μια κρίση ειλικρίνειας.
Όπως αποτυγχάνουμε σχεδόν παντού, έτσι αποτύχαμε και στην εξειδίκευση και αποτελεσματική εφαρμογή του Προγράμματος πού συνόδευε τη Δανειακή Σύμβαση (Μνημόνιο).
Οι άλλες δύο χώρες πού μπήκαν σε μνημόνιο μετά από εμάς, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, εφάρμοσαν τα μέτρα του δικού τους μνημονίου με συνεννόηση Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, χωρίς τις δικές μας δυστροπίες, καθυστερήσεις και αθετήσεις υποχρεώσεων.
Απαλλάχθηκαν γρήγορα από τις μνημονιακές υποχρεώσεις και τώρα δανείζονται από τις αγορές με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.
Εμείς με την αντιμνημονιακή Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο τιμόνι τής Χώρας, βαδίζουμε ολοταχώς προς ένα τρίτο μνημόνιο, άσχετα πώς θα ονομασθεί, για να ρίξουν στάχτη στα μάτια των αφελών ψηφοφόρων, την εφαρμογή του οποίου θα επιβλέπει η ίδια τρόικα, όπως τα προηγούμενα, πού όμως θα την ονομάζουν «τρεις θεσμούς», αφού οι συμπατριώτες μας αντέχουν την πολιτική εξαπάτηση και κοροϊδία.
Μετά τις Ευρωεκλογές του προηγούμενου έτους, η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησε να ολοκληρώσει την εφαρμογή των μέτρων για τα όποια είχε δεσμευτεί ή Χώρα και να «κλείσει» το μνημόνιο, με το φόβο του πολιτικού κόστους.
Η στροφή του κ. Σαμαρά προς τον λαϊκισμό και τη λαϊκή δεξιά και η άρνηση των περισσοτέρων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, αλλά και κάποιων γραφικών τής ΝΔ να ψηφίσουν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις για να βγούμε από το μνημόνιο, επέφερε τελικά αυτό πού ήθελαν να αποφύγουν. Η μοιραία κατάληξη είναι αυτή πού ζούμε σήμερα.
Παρά ταύτα, η μερική έστω εφαρμογή των μέτρων του μνημονίου έφερε σημαντικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία:
Πρωτογενές πλεόνασμα, τιθάσευση του πληθωρισμού, εξισορρόπηση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, έναρξη μείωσης τής ανεργίας και δειλή έστω ανάκαμψη τής οικονομίας μετά από έξι χρόνια ύφεσης.
Πάνω σ’ αυτά τα αποτελέσματα πατάει τώρα ο κ. Τσίπρας, τα όποια σημειωθήτω αναθεμάτιζε πριν και στην υπόσχεση πού έλαβε ή προηγούμενη Κυβέρνηση το φθινόπωρο του 2012 για ελάφρυνση του χρέους, για να ζητά αυτά πού θα εξασφάλιζε άνετα ή προηγούμενη Κυβέρνηση, χωρίς τους κλυδωνισμούς και τον διεθνή διασυρμό πού υφίσταται τώρα η Χώρα.
Η στροφή στον ρεαλισμό τής Κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Όμως όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα κινδυνεύουν να χαθούν.
Εάν τελικά παρακαμφθεί η παρούσα φάση πιστωτικής ασφυξίας, είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθεί η Χώρα σε ένα τρίτο μνημόνιο με βέβαιη κατάληξη.
Εν τω μεταξύ ή αβεβαιότητα και η ανασφάλεια σκοτώνουν την οικονομία.
Γεώργιος Συκιανάκης