Καθώς πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του τρίτου μήνα της Αριστερής διακυβέρνησης επιβεβαιώνεται η λαϊκή παροιμία «όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει»
Οι διαφωνίες μπορεί να είναι εποικοδομητικές. Μπορεί να στηρίζονται σε διαφορετικές προσεγγίσεις της πραγματικότητος και, τότε τα επιχειρήματα πού προβάλλονται βοηθούν και στην καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων και, στον προσδιορισμό των πλέον ενδεδειγμένων λύσεων.
Δεν είναι όμως αυτή, η περίπτωσις των σημερινών ενδοκυβερνητικών διαφωνιών.
Εδώ δεν έχουμε διαφορετικές προσεγγίσεις της πραγματικότητος. Έχουμε διαφορετικές ιδεοληψίες.
Και όταν συγκρούονται ιδεοληψίες, οι εξελίξεις μπορεί να λάβουν επικίνδυνη τροπή.
Αυτήν ακριβώς την κατάσταση ζούμε, από την ήμερα πού ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστη το μεγαλύτερο κυβερνητικό κόμμα.
Μέχρι τότε οι ατέρμονες συζητήσεις, τα συνέδρια, οι «τοποθετήσεις» των συνιστωσών κλπ, αποτελούσαν μίαν εσωτερική κομματική υπόθεση πού δεν αφορούσε στην ελληνική κοινωνία.
Είναι δε γεγονός ότι, εις πείσμα πάσης λογικής, πολλοί εκ των ψηφοφόρων τους επίστευαν ότι αναλαμβάνοντας τα ηνία της χώρας, θα «ωρίμαζαν» δια νυκτός και θα καθίσταντο υπεύθυνοι διαχειριστές της εξουσίας…
Έτσι, σήμερα, καθώς πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του τρίτου μηνός της «αριστερής διακυβερνήσεως» μπορούμε να διαπιστώσουμε την σοφία τής λαϊκής παροιμίας πού προειδοποιεί ότι «όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει».
Πράγματι το μόνο πού έχει καταφέρει η Κυβέρνησις είναι να μας δείξει ότι τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ χειρότερα από όσο μπορούσαμε να φαντασθούμε.
Ακούσαμε υπουργούς να επικρίνονται, να διαφωνούν, να συγκρούονται και στο τέλος να δηλώνουν ότι οι ίδιοι «δεν είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ»! Λες και αυτό αποτελεί δικαιολογία για την αδράνεια και την αναποτελεσματικότητα.
Μπορεί να υπάρχουν τομείς στους όποιους δεν υπάρχουν επείγοντα ζητήματα και, ως εκ τούτου, αυτές οι διαφωνίες ίσως και να συγχωρούνται.
Σε άλλους όμως, δεν υπάρχει αυτό το περιθώριο.
Και πέρα από τα επείγοντα προβλήματα της οικονομίας, υπάρχουν και αυτά της καθημερινότητος. Με κορυφαίο το θέμα της αστυνομεύσεως και της ασφαλείας των πολιτών.
Έπρεπε να γνωρίζουμε ότι οι σχέσεις συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ με ακραία στοιχεία πού έχουν κάνει σημαία τους την κατάργηση των εννοιών της τάξεως και του σωφρονισμού, θα δημιουργούσαν εδώ τεράστια προβλήματα. Θα ήταν αφελές να ελπίζουμε πώς θα «ωρίμαζαν».
Όπως θα ήταν αφελές να ελπίζουμε πως οι ακραίες ομάδες δεν θα έσπευδαν να επωφεληθούν από την δεδηλωμένη πολιτική ανοχής της Κυβερνήσεως.
Αποτέλεσμα είναι να επαναλαμβάνονται οι εικόνες ντροπής στο κέντρο των Αθηνών, το οποίο και πάλι υφίσταται τους βανδαλισμούς των κακοποιών στοιχείων.
Αν μην αναφερθούμε και στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, όπου, καθώς αποδεικνύεται η παρουσία των ΜΑΤ και τα κιγκλιδώματα είναι απαραίτητα αν δεν θέλουμε να το βλέπουμε να βεβηλώνεται.
Επιπλέον πρόβλημα είναι ότι η ίδια διακεκηρυγμένη πολιτική έχει άμεση επίπτωση στο ηθικό του προσωπικού της Αστυνομίας, το όποιο ευρίσκεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση, να μην γνωρίζει τι πρέπει να κάνει. Εκεί το έχουν οδηγήσει οι ενδοκυβερνητικές διαφωνίες.
Ο δε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, ο όποιος πράγματι δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ασκεί πολιτική περιορίζεται να δημοσιοποιεί τις θέσεις του, με άρθρα στον ημερήσιο Τύπο.
Αλήθεια ποια μπορεί να είναι η εντύπωσις πού αποκομίζουν οι Αστυνομικοί:
Ιδιαιτέρως όσοι ευρίσκονται στην ανωτάτη βαθμίδα της ιεραρχίας, οι όποιοι εγνώρισαν και εξετίμησαν τον κ. Πανούση ως ακαδημαϊκό διδάσκαλο στο κατ’ εξοχήν «δικό τους»
αντικείμενο της εγκληματολογίας;
Αλλά και τι μπορεί να σκέπτονται οι πολίτες πού βλέπουν αυτά τα φαινόμενα, όχι μόνον για την Κυβέρνηση, άλλα και για την ίδια την Αστυνομία;
Τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα διότι η χώρα διολισθαίνει προς καταστάσεις ανομίας όπου ο πολίτης θα ευρεθεί αντιμέτωπος με την παρανομία κάθε μορφής.
Να υπενθυμίσουμε ότι η ανοχή προς τις «μικρές» παραβάσεις οδηγεί προς την έξαρση της εγκληματικότητας.
Και εδώ πρόκειται περί απτής πραγματικότητος. Δεν είναι ζήτημα πού μπορεί να αντιμετωπισθεί με τις εκθέσεις ιδεών των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ και των λοιπών κυβερνητικών εταίρων τους.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτήν την πραγματικότητα, οι κυβερνώντες μας δεν θέλουν να την γνωρίζουν.
Και εθελοτυφλούν ακόμη και απέναντι στης ορθές αν και εξωθεσμικές επισημάνσεις του κ. Πανούση.
Ευθ. Π. Πέτρου