Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Η Αίνος το 1821 αριθμούσε 300 καράβια παρακαλώ και τα έδωσε όλα στον αγώνα.
Ένα φλας μπακ στην ιστορική διαδρομή, συγκεκριμένα το 1808, η Δόμνα σε ηλικία 24 ετών παντρεύεται τον καπετάνιο Αντώνη Χατζή – Βιζβίζη.
Προτού μετακομίσει στην περιοχή μας που ήταν στρατηγικό σημείο ελέγχου για όλο το Αιγαίο, έγινε στη γενέτηρά της ένας γάμος μεγαλοπρεπής.
Άμα παντρευόταν τότε κόρη καπετάνιου, μαζευόταν άρχοντες, προύχοντες και καπετάνιοι από όλα τα μέρη. Πάντα σε τέτοιες γιορτές είχε μεγάλο μπούγιο από λογής-λογής επισκέπτες.
Κάτι ευκαιριατζήδες, κάτι λαμόγια της τζάμπα μάσας, κάτι Ελληνάρες με τίτλους και παλιοντενεκέδες που ‘χανε κόψει και κολλήσει για παράσημο, και λαός μπλεμπάγια που ξελαρυγγιαζόταν στις ευχές, αλλά και πολλοί αγωνιστές ναυτικοί και μπουρλοτιέρηδες, μεγάλο καλαμπαλίκι.
Παρομοιώδης φιλόξενη ήταν στα νιάτα της η Δόμνα.
Κάθε ξένος πατριώτης ναυτικός ή καμπίσιος που περνούσε από το αρχοντικό κονάκι της, τον καλιώτανε πολύ φιλόξενα. Ανοικτό το σπιτικό της σ’ όλα τα βλέμματα του κόσμου. Ιδίως σε ξεχωριστούς ΄Ελληνες.
– Θέλετε, αγαπητέ αγωνιστή, να σας κεράσουμε μια τρίππα;
– Τι είναι η τρίππα, ρωτούσε ο φιλοξενούμενος.
– Έτσι λέμε τον πατσά εμείς. Το μάθαμε από τους Ιταλούς καταβοκύρηδες που καλαφατίζουν εδώ στον ταρσανά μας τα καΐκια τους.
Και άμα θέλετε, να σας δώσουμε και για το ταξίδι σας τρίππες γιατί έχουμε περισσευούμενες.
Πας ξένος και διερχόμενος, την ευλογούσε για την φιλοξενία της.
Λόγια δε λέμε και όποιος το νομίζει, ας ανοίξει το ιστορικό αντίγραφο του Εθνολογικού Μουσείου Αθηνών, εκδόσεις Μπουσόν (κεφ. ΧΧV. Σελ. 50-58) να δει τι κακά που ήτανε στο Δομναίϊκο σπίτι.
Η Βιζβίζη είχε κι άλλους τρόπους συμμετοχής στον αγώνα. Τον ενίσχυσε σ’ όλη της την δράση με όλα και τρόφιμα. Θάσος, Σκιάθος, Σκόπελος, Αλόννησος και Λήμνος, ενισχύθηκαν πολύ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής επίθεσης του εισβολέα στο θαλάσσιο πεδίο.
Κάθε εχθρική αρμάδα που ξεμύτιζε στα ανοιχτά τους βούλιαζε με τους κανονιοβολισμούς, πολεμώντας τους ολόκληρα μερόνυχτα με το στόλο της.
Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που της έστειλε ο οπλαρχηγός Οδυσσέας Ανδρούτσος με ευγνωμοσύνη και ευχαριστίες.
“Ο Ζαερές και το μπαρούτι όπου μας εκουβάλησες, κυριολεκτικά μας έσωσαν.
Η Τουρκιά πάει κλάφτηνε. Έτσι είναι αρχοντοδέσποινα Βιζβίζη, αυτοί οι μεμέτηδες.
Πρώτα αρχίζουνε να δείχνουνε το ακονισμένο γιαταγάνι τους και μετά στη μάχη φωνάζουν “Μπρι Αλλάχ, γκελτίν Γκιαούρ”.
Επειδή όμως στα καράβια είναι κουτούκες από μυρμήγκια, εμείς τους δουλεύουμε με την μέθοδο “ΘΑΛΑΤΤΑ”. Δηλαδή επειδή, όπως είπα, είναι βουβάλες σε ναυμαχίες, εμείς οργανώνουμε μπουρλότα αστραπή, αιφνιδιαστικά, ξύπνια ελληνικά. Μέχρι να το πάρουνε χαμπάρι, θα λασπώσει το πιλάφι τους. Το μπαρούτι που μας έστειλες, είναι πρώτο πράμα, έξτρα γκούντα πριμ. Έξοχο. Κάψαμε ως τώρα πολλούς τουρκικούς καβάλους. Με τον δέοντα σεβασμό στο πρόσωπό σας Ανδρούτσος, οπλαρχηγός και μετεοφάγος”.
Η Δόμνα δεν ήταν μόνο καπετάνισσα, ήτανε και στρατηλάτης. Από τα κείμενα των ιστορικών και την κρυφή συνάντησή της με τον Κανάρη, συμπεραίνει κανείς, πως δική της ήταν η ιδέα να πυρπολήσουν τον τουρκικό στόλο.
Η Δόνα είχε και ένα γιο. Τον Θεμιστοκλή Βιζβίζη.
Το 1827 ο Γάλλος στρατηγός Ros σταλέμνος από το φιλεννηνικό κομιτάτο Γαλλίας, πήρε μαζί του 10 παιδιά, τον Παπανικολή, τον Μπότσαρη, τον Γιαννίτση, τον Μπαλάσκα και τον ξεχωριστό νεαρό Θεμιστοκλή Βιζβίζη.
Ο Μιστοκλής, λοιπόν, να τον λέμε έτσι στην λιμανίσια Αλεξ/πολίτικη αργκό, όταν σπούδαζε στο Παρίσι ήταν προστατευόμενος της κυρίας Ρεκαμιές και της ελληνικής καταγωγής δούκισσας Νταμπρεντέ.
Μια μέρα που τάτσουγε γερά με γαλλικά ξίδια ο στρατηγός, λέει στον ομοτράπεζό του ακόλουθο πρεσβειών, κάποιον Γουλιέλμο.
– Ρε συ, δεν έχεις μια κόρη, ατίθαση και τσακπίνα, που όλη μέρα χάσκει στα κονσερβατουάρ;
– Ναι για.
– Εγώ, φίλε έχω μαζέψει κοντά μου δια διπλωματική εξέλιξη, κάτι ελληνάκια, έξτρα πρίμα γκουτ. Ένα από αυτά είναι πολύ εκλεκτό, γάτος, να γίνει ακόλουθος. Θεμιστόκλα τον φωνάζουνε οι άλλοι ελληνοπαίδες της παρέας, όνομα αρχαίο ιστορικό αν έχεις διαβάσει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, που πολύ το αμφιβάλλω.
Και στο λέω, μη τον φωνάξεις καμία φορά Ντέμη γιατί τέτοιο όνομα πολύ αργότερα θα ‘ρθει από ένα χωριό της Αλεξ/πολης τα Μουτρά και θα γίνει διάσημος στα φουτμπόλια των γηπέδων και όχι στα γράμματα και στη διανόηση. Κομπρέ;
Λοιπόν, επειδή αγόρι εσύ δεν έχεις αφού η κυρά σου είναι σφυρικτροκαρπερή, τι λες τους παντρεύουμε, έτσι ώστε μόλις πρώτα ο Θεός, τα κακαρώσεις να πάρει το παιδί τη θέση σου. Θα κάνεις γαμπρό να γλείφεις τα δάκτυλά σου.
Καλή ήταν η πρόταση, η νύφη όμως, μικρή και ανήλικη. Που να σηκώσει παντρειά. Η Γαλλίδα κυρία Ρεκαμιέ, τότε έπαιξε τον ρόλο της προξενήτρας, συνεπικουρούμενη και από την δούκισσα Νταμπρεντέ ως μεσολαβήτριας.
Πήρανε τη μικρή στο πλάι και ψου-ψου, μου-μου την αρχίσανε στο μιλητό:
– Γνωρίζετε κόρη μας τι εστί ανήρ και μάλιστα Έλλην Θρακιώτης τοκματζής;
– Μάλιστα, το ‘χω γράψει στο λεύκωμά μου.
– Μωρή, ας το λεύκωμα, άλλο ρωτάμε εμείς.
– Εννοείτε το πονηρό;
– Βουϊ.
– Ε, κάτι έχω ακουστά περί φόνου.
– Και θέλεις ν’ αποκτήσεις έναν ανήρ;
– Σύζυγον; Δηλαδή Μαρί που λέμε Γαλλιστί.
– Δεν τον λέμε Μαρί. Θεμιστοκλή τον λένε. Τι λες τον θέλεις;
– Πολύ, θα παίζουμε μαζί και τις κουμπάρες, τι άλλο καλέ κυρίες;
– Δεν αφήνει η λογοκρισία να σου πούμε. Τα βγάζει ακατάλληλα. Άμα θα ‘ρθει η ώρα θα σου πούμε εμείς κάτι μυστήρια να τον κάνεις φιτίλι τον Θεμιστοκλή, που από την εξάντληση θα φεύγει το παπούτσι και η κάλτσα του μαζί στο περπάτημα.
Έτσι κι έγινε. Γάμος τρικούβερτος, κοσμοπολίτικος, λαμπερός.
Μάλιστα, μια ξακουστή καλλιτέχνης της εποχής η Γαλλίδα χακλογράφος Αδέλα Ταρντιέ φιλοτέχνησε σε ορείχαλκο την προσωπογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε σε χιλιάδες κομμάτια συλλεκτικά στη Γαλλία ως αντιπροσωπευτική μορφή Θρακιώτη Έλληνα.
Αντίγραφο φυλάγεται στο Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών και ακόμα στη συλλογή του αξέχαστου Αλεξ/πολίτη Γυμνασιάρχη Αδαμαντίου Ταμπακίδη.
Όσοι παλιοί Αλεξ/πολίτες επισκεπτότανε το σπίτι του Ταμπακίδη, εκεί στην οδό Κυρίλλου την βλέπανε σε περίοπτη θέση τη χαλκογραφία.
Το οικογενειακό άλμπουμ, κάνει αναφορά και για την κόρη τους, ονόματι Μαργιορίτσα το όμορφο κορίτσι. Το 1840 παντρεύεται τον πλοίαρχο του πολεμικού ναυτικού Γιάννη Θαιράκη. Βαρέσανε λοιπόν, πάλι οι γαμήλιοι κλαπαδρόρες.
Κι αυτός ο γάμος ήτανε έκτακτος. Μπιντιφούρ.
Κυκλοφόρησε μάλιστα και πρόσκληση γάμου ασημοποίκιλτη με ανάγλυφα ελληνικά στοιχεία.
“Ο Κύριος και η κυρία Βιζίζη, οικογένεια σεμνή και ταπεινή και ομοίως η οικογένεια Θαιράκη, αμφότεροι γονείς πλέντυ ευτυχισμένοι έχουν την τιμή να σας καλέσουν στους γάμους των παιδιών τους κ.λπ., κ.λπ.
Οικία (για δώρα) τάδε.
Μη στείλετε πορτατίφια και αλουμνόπιατα. Πήξαμε”.
Με προοδευτική προσωπική εξέλιξη, ο Θεμιστοκλής γυρίζει στην Ελλάδα, φορτωμένος με διπλώματα και γλώσσες. (Από τότε οι Έλληνες του εξωτερικού διαπρέπουν). Γίνεται ακόλουθος πρεσβειών, αλλά με συχνές μεταθέσεις.
Προσέξτε τώρα, ρεζιλίκι και ντροπή από ιστορική στραβοτιμονιά και αδιαφορία της τότε κοινωνικής απονομής δικαίωσης των αγωνιστών (απομάχων) του Ελληνικού Εθνικού αγώνα εναντίον των κατακτητών.
(συνεχίζεται)
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής