– Εκορόιδευα τον Γιώργο, που ήταν πάντοτε «ταπί»
και του έλεγα Εγώ, με το πορτοφόλι το παχύ,
αχ! κακομοίρη μου, δεν ξέρεις τι θα πει ζωή καλή.
– Αναστέναζε εκείνος, μα εγώ είχα τον χαβά μου
όπου άπλωνα την χέρα, όλα ήτανε δικά μου.
– Σαν εμένα ήταν κι άλλοι, σαν τον Γιώργο οι πιο πολλοί
ποιός τους άκουσε αλήθεια; τι περνούσαν οι φτωχοί;
Εκείνη την ωραία εποχή!!!…
– Τώρα όμως ήρθε η κρίση… εμαζεύτηκα κι εγώ.
Στάθηκα μπροστά στην βρύση κι αναφώνησα.
Ω! νεράκι δροσερό!!!
– Μα τω Θεώ, σ’ είχα ξεχάσει, αχ νεράκι μου, νερό!
Την σαμπάνια είχα ως βάση, είχα όμως έναν σκοπό.
Την ζωή να την σκορπώ, μια εκεί και μια εδώ…
– Αφού σε μαύρο φόντο φέρανε την ζωή, ελάτε να
χορέψουμε στ’ αλώνι το φαρδύ.
Θα παίζει το λαούτο, θα κελαηδά βιολί,
γεια σου βρε παλιοζωή!
Γεια σου φτώχεια και ξερό ψωμί!…
Γεια σου δροσερό νερό, όμως σε παρακαλώ,
να’ σαι πάντα καθαρό…
Σαμοθράκη 3/7/2015
Μαρία Βερβέρη-Κράουζε
η Σαμοθρακίτισσα
ζωγράφος, λαογράφος, ποιήτρια,
λογοτέχνης, παραμυθοπλάστης