Η εφαρμοσθείσα πολιτική της Ευρώπης στην Ελλάδα υπήρξε μυωπική – Δεν είχε σκοπό να επιλύσει, αλλά μόνο να αναβάλει την ελληνική κρίση – Όχι να ανακάμψει η χώρα, αλλά απλώς να κρατιέται στα πόδια της, με τρομερό κόστος
«Για μένα η συναίνεση είναι η διαδικασία της εγκατάλειψης κάθε πεποίθησης, κάθε αρχής, κάθε αξίας και κάθε πολιτικής» είπε κάποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Και συνέχισε: «Υπάρχουν ακόμα κάποιοι στο κόμμα μου, οι οποίοι πιστεύουν στην πολιτική της συναίνεσης. Τους θεωρώ Κουίσλινγκ, τους θεωρώ προδότες… Το εννοώ.
Δεν βγαίνεις από την παρακμή με συναινέσεις. Βγαίνεις με ρήξεις. Σε τι να συναινέσεις; Στο λάθος;”.
Με την έννοια αυτήν, εάν η Θάτσερ ζούσε και παρακολουθούσε όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, σίγουρα θα απορούσε.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να παραπαίει, για έβδομο συναπτό έτος, σε έναν φαύλο κύκλο οικονομικής και πολιτικής κουβανοποίησης.
Νέοι υπερφόροι, νέες περικοπές θεμελιωμένων περιουσιακών δικαιωμάτων, εισπρακτική τρομοκρατία, περιστολή της πρόσβασης του πολίτη στη Δικαιοσύνη, καταστροφή της μικρής επιχειρηματικότητας, πρωτοφανής ανεργία – με μια λέξη «φτωχοποίηση».
Και φυσικά, επειδή αυτά πάνε μαζί, η φτωχοποίηση καθιστά πλέον και επίσημα τη χώρα όμηρο κάθε αριστερού αφηγήματος.
Λογικό – ποιο δεξιό αφήγημα να εμπνεύσει τους φτωχούς και εξαθλιωμένους;
Το εντυπωσιακότερο, όμως, όλων σίγουρα είναι ότι, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, το μείζον πολιτικό αφήγημα της εγχώριας «πολιτικής» είναι αυτό της συναίνεσης.
Έτσι διαβάζω, δημοσίευμα (στο New Post) με τον εύγλωττο τίτλο «Καθίστε σε ένα τραπέζι και συνεννοηθείτε!»:
«Αντικείμενο των συναντήσεων αυτών ήταν η έκφραση ανησυχίας του κεντρικού τραπεζίτη για την πορεία της χώρας, η οποία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο συστημικής αστάθειας, αν δεν προχωρήσει στο πρόγραμμα, όπως συμφωνήθηκε με τους εταίρους…
Αν η κυβέρνηση πέσει για τα 800.000.000, που πρέπει να εξοικονομηθούν με την αλλαγή του Ασφαλιστικού, θα ήταν καταστροφική εξέλιξη…».
Τώρα, εδώ υπάρχει ένα θεσμικό θέμα, αλλά ίσως να είναι το έλασσον.
Σίγουρα, σε μια δυτική δημοκρατία είναι παράδοξο ο κεντρικός τραπεζίτης να «επισημαίνει», ως εθνικώς ωφέλιμα, πράγματα σε πολιτικούς.
Αλλά, το μείζον είναι άλλο: ότι η συναίνεση, ακόμα και εάν επιτευχθεί ώστε να «περάσουν» διακομματικά εκ νέου υφεσιακά μέτρα νέων φόρων και νέων περικοπών στις συντάξεις, ουδόλως εγγυάται το τελικό αποτέλεσμα.
Έπειτα από τόσα έτη παρόμοιων «μέτρων», η χώρα δεν έκανε ούτε βήμα μπροστά – αυτό, άλλωστε, το αποδεικνύει και η αποδιδόμενη στον κεντρικό τραπεζίτη «προειδοποίηση» για εκ νέου «συστημική αστάθεια»…
Μα, καλά, ύστερα από επτά χρόνια της σοφής αυτής πολιτικής, γιατί δεν εξέλιπε, αλήθεια, η «συστημική αστάθεια»; Πόσα χρειάζονται, δηλαδή; Εκατό;
Και γιατί να δοθεί εκ νέου συναίνεση σε κάτι που διαρκώς αποτυγχάνει; Δεν είναι παράδοξη μια «συναίνεση στο λάθος»;
Φοβάμαι, δεν είναι. Είναι αυτό που λέγεται στον διεθνή Τύπο ότι η εφαρμοσθείσα πολιτική της Ευρώπης στην Ελλάδα υπήρξε μυωπική.
Η πολιτική αυτή δεν είχε σκοπό να επιλύσει, αλλά απλώς να αναβάλει την ελληνική κρίση.
Σκοπός δεν ήταν να ανακάμψει η Ελλάδα, αλλά απλώς να κρατιέται, έστω με τρομερό για την ίδια κόστος, στα πόδια της και όπου πάει.
Και εδώ είναι το πρόβλημα. Γιατί αναβολή στο διηνεκές είναι αδύνατη.
Αργά ή γρήγορα, η χώρα θα φτάσει σε ένα σημείο όπου θα είναι πολιτικά αδύνατον να τρώει τις σάρκες της και να μην κουνιέται φύλλο.
Τι ακριβώς θα γίνει όταν έρθει αυτή η «ώρα μηδέν»; Μα, είναι ήδη γνωστό. Όταν η χώρα δεν θα μπορεί πλέον να παίρνει υφεσιακά μέτρα πολλών δισ. για να εισπράττει ένα ή δύο ώστε να καλύπτει άμεσες ανάγκες, η μυωπική Ευρώπη δεν θα διστάσει να θυσιάσει την Ιφιγένεια.
Εάν αυτό θα πάρει τη μορφή του σχεδίου Σόιμπλε ή κάποιου άλλου, δεν έχει σημασία.
Και τότε, τι θα πουν οι πολιτικοί που εφάρμοσαν την πολιτική του ήμερα χωρίς αύριο»;
Ναι, το αφήγημα της συναίνεσης εντάσσεται στην πολιτική διαχείριση του αύριο. Όσοι πλέον βλέπουν στο βάθος του χρόνου την «ώρα μηδέν» θα ήθελαν συ
υπεύθυνο το όλο πολιτικό σύστημα.
Τελικά, η συναίνεση επιδιώκει τη συνυπευθυνότητα και έχει σκοπό να αφήσει τη χώρα χωρίς πολιτικές εφεδρείες. Πώς το είπε η Θάτσερ; «Δεν βγαίνεις από την παρακμή με συναινέσεις. Βγαίνεις με ρήξεις».
Το αφήγημα της συναίνεσης έχει όνο έναν σκοπό: να μην αφήσει πολιτικά διαθέσιμο κανέναν στη χώρα, που να μπορεί, αξιόπιστα, να το πει αυτό.
Δ.Π. Δημόπουλος
Πολιτικός επιστήμων,
Πανεπ. Κέμπριτζ