“Όποιος υποχωρεί στη γλώσσα του, υποχωρεί και από τις αξίες, ηθικές, πνευματικές και πολιτικές που εκφράζει η γλώσσα – Η φθορά της Ελλάδος άρχισε με τη φθορά της ελληνικής γλώσσας”
Από την πτώση της δικτατορίας και εντεύθεν ο ελληνικός λαός παγιδεύεται συνεχώς.
Αρχικά -και για να φανεί προοδευτικός- απαρνήθηκε τη γλώσσα του.
Με πρόσχημα την καθιέρωση της Δημοτικής σαν επίσημης γλώσσας έβαλε -κατά τη βάναυση έκφραση κάποιου υπουργού- «ταφόπλακα στην καθαρεύουσα», δηλαδή στη γλωσσική μορφή στην οποία είχαν διατυπωθεί τα μνημειωδέστερα νεοελληνικά κείμενα.
Παράλληλα, άρχισε και ο εκτοπισμός των Αρχαίων Ελληνικών από το σχολείο και γενικότερα από τη ζωή μας.
Μετά ήλθε η κατάργηση της περισπωμένης και της ψιλής (η δασεία κατ’ ουσίαν είναι σύμφωνο) και ακολούθως, η με χίλιους τρόπους επιβολή της λατινικής γραφής και της αγγλολεξίας σε όλες τις εκφράσεις της ζωής.
Γλωσσικά έχουμε πλέον αφελληνισθεί.
Αυτό, όμως, γέννησε μια ευρύτερη καταστροφή.
Διότι όποιος υποχωρεί στη γλώσσα του, υποχωρεί και από τις άξιες, ηθικές, πνευματικές και πολιτικές, που εκφράζει η γλώσσα.
Μετά την ανατροπή του γλωσσικού μας οικοδομήματος είχαμε ανατροπή παντός πνευματικού οικοδομήματος, παντός συστήματος αξιών.
Η φθορά της Ελλάδος άρχισε από τη φθορά της γλώσσας. Ακόμη και η οικονομική παραλυσία είναι απότοκος της γλωσσικής ασυναρτησίας που συνεπάγεται και την πνευματική.
Ποιος εχέφρων άνθρωπος και εγκρατής της Ελληνικής κατανοεί τις αναλύσεις των φωστήρων που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται τα οικονομικά μας;
Η προσφυγή σε μια γλώσσα λαϊκιστική, με πολλά δάνεια από την αργκό, δεν γίνεται με σκοπό να τα κατανοεί ο λαός, γίνεται άπλά για να μην κατανοεί τίποτε ο λαός.
Το «μιλάμε τη γλώσσα του λαού», δεν σημαίνει ότι ανεβάζουμε το επίπεδο του λαού· απεναντίας το κατεβάζουμε.
Τώρα που μας πήρε ο κατήφορος δεν έχουμε συγκρατημό.
Οι ιθύνοντες του τόπου αυτού ξέχασαν κάτι απλό: Αν δεν ξέρεις που να σταματήσεις, καλύτερα να μην αρχίσεις.
Ασφαλώς χρειαζόταν μία γλωσσική απλοποίηση. Άλλ’ ώς ένα σημείο.
Αφού δεν υπήρχε τέτοιο σημείο, φθάσαμε στο γλωσσικό ξεχαρβάλωμα και καταλήξαμε στο σημείο εμείς, οι έχοντες την πλουσιότερη γλώσσα της γης, να δανειζόμαστε λέξεις και φράσεις από την Αγγλική.
Το ίδιο έγινε και στην οικονομία. Αντί να εφαρμόσουμε μια πολιτική αυτάρκειας και επάρκειας, εφαρμόσαμε μιά πολιτική δανείων για να αγοράζουμε περισσότερα ξένα αγαθά. Έτσι πέθανε η εσωτερική αγορά.
Σήμερα για τον ευαίσθητο Έλληνα η σιωπή τείνει να γίνει η μητρική του γλώσσα. Τί να πει μπροστά στα αίσχη που βλέπει, ακούει, υφίσταται;
Το παράξενο είναι πως υπάρχει σιωπή και μέσα του. Ακόμη και η ψυχή του έχει σιγήσει.
πόσοι δίνουν τη μάχη για την ελληνικότητα που διαρκώς σβήνει; Παρατηρώ με θλίψη τους νέους πολιτικούς να έχουν αρχίσει πόλεμο εναντίον του χθες. Είτε λέγονται δεξιοί είτε λέγονται αριστεροί.
Ψάχνω να βρω μια καινούργια λέξη για την ανοησία. Οι πολιτικοί νεοσσοί αγνοούν ότι το χθες ρίχνει το σπόρο για να γεννηθεί το αύριο.
Είπα σε κάποιον νεόκοπο αριστερό που μαχόταν -καθότι προοδευτικός- το παρελθόν μια φράση του Τολιάτι: «Ερχόμαστε από πολύ μακριά και πηγαίνουμε -γι’ αυτό- ακόμη πιο μακριά».
Φυσικά αγνοούσε ποιος ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι και συνεπώς αγνοούσε το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός, διδασκόμενος από το παρελθόν, δεν οδήγησε τη χώρα του στον αλληλοσπαραγμό.
Υπέδειξε, μάλιστα και στους Έλληνες κομμουνιστές να πράξουν το ίδιο- αυτοί έπραξαν το αντίθετο και επί τρία χρόνια επιδοθήκαμε στο άθλημα της αλληλοσφαγής.
Σήμερα, παρά τα κάποια κολακευτικά λόγια που μας λένε, δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει τίποτε ως προς την κατάταξή μας μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη!
Ισχύει αυτό πού είπε στα χρόνια της ΕΟΚ ο Γάλλος εκπρόσωπος: «Η Ευρώπη των ένδεκα και… μισό»!
Το μισό είμαστε εμείς. Τώρα είμαστε η Ευρώπη των 27 και του τίποτε.
Όχι μόνο λόγω της οικονομικής μας χρεοκοπίας αλλά κυρίως λόγω της εθνικής μας απουσίας.
Ο πρωθυπουργός στη συνομιλία του με τον Κλίντον αντί να ομιλήσει στην Ελληνική, για να εξάρει την άξια της γλώσσας αυτής και να ωθήσει τους εκεί ομογενείς να τη χρησιμοποιούν διαρκώς,χ ρησιμοποίησε μια τρεκλίζουσα Αμερικανική, σαν αυτή που μιλούσα κι εγώ, όταν στο Γυμνάσιο μάθαινα τη γλώσσα των κατοίκων της Θούλης με μια προ-πολεμική «Μέθοδο Αγγλικής άνευ διδασκάλου»!
Κάποιοι μολυ ένε ότι είναι καιρός να ξυπνήσουμε και ν αξεκινήσουμε ένα νέο αγώνα για την επανάκτηση τού εαυτού μας.
Την απάντηση δίνει ένα τοιχογράφημα «Ησυχία! Ο Έλληνας κοιμάται!».
Δεν μπορούν ν’ ανοίξουν οι πόρτες των υψηλών ιδανικών της ζωής σ’ ένα λαό που κοιμάται, σε μια νεολαία που κατά μεγάλο ποσοστό θεωρεί πρωινό ξύπνημα τις έντεκα και μισή:
Κάποτε λέγαμε: «Τσουβάλι χωρίς σέσουλα δεν γεμίζει». Αν όλοι δεν δείξουμε προθυμία να γίνουμε σέσουλες, κι αν όλοι δεν ρίχνουμε, ό,τι κι αν ρίχνουμε, στο ίδιο τσουβάλι, τότε το τσουβάλι ποτέ δεν θα γεμίσει.
Όλοι μαζί πρέπει να γεμίσουμε πρώτα το σάκο τής γλώσσας μας που τον γεμίσαμε τρύπες και οι λέξεις σπόροι σκόρπισαν αλλά δέν κάρπισαν.
Να μπαλώσουμε πρέπει το σακί και μετά ν’ αρχίσουμε το ξαναγέμισμα.
Η γλώσσα μπορεί να μην είναι ο άρτος, είναι όμως ο οίνος του πνεύματος.
Σαράντος Καργάκος
Ιστορικός, συγγραφέας