Το μέλλον συνθλίβει ενίοτε τις ελπίδες των νεανικών χρόνων
Πολύ κοντά στην λίμνη ρέει μια πηγή
ανάμεσα σε δύο βράχους σε μια γωνιά.
Χαρούμενα το νερό την πορεία του ξεκινά
σαν σκοπό να είχε να πάει πολύ μακριά.
Μουρμουρίζει: «Ω! τι χαρά!
Κάτω από τη γη πόσο ήταν όλα σκοτεινά!
Τώρα η όχθη ολοπράσινη είναι,
ο ουρανός στον καθρέφτη του νερού αντανακλά.
Κάτι λουλουδάκια γαλανά
οι μυοσωτίδες, Μη με λησμόνει, μου λένε.
Οι λιμπελούλες με τις ουρές τους
το νερό μου χαϊδεύουνε.
Στην πορεία μου τα πουλιά ξεδιψάνε
Ποιος ξέρει; Μετά από μερικές στροφές
ίσως ένας ποταμός να γίνω,
ποτίζοντας πύργους, βράχους, πεδιάδες.
Θα ομορφύνω με τον αφρό μου
γέφυρες από πέτρα, προκυμαίες από γρανίτη
θα μεταφέρω τα πλοία που καπνό πετούν
στο Ωκεανό όπου όλα τελειώνουν».
Έτσι η νέα πηγή φλυαρεί,
στα σχέδια για το μέλλον σχήμα δίνει.
Σαν το νερό που σ’ ένα βάζο καταλήγει
την ανυπομονησία της να συγκρατήσει δεν μπορεί.
Αλλά η κούνια τον τάφο εγγίζει,
τα γιγάντιο μέλλον μικρό θα μείνει,
στην μεγάλη λίμνη που το καταπίνει.
Μετάφραση Δρ. Πασχάλης Α. Χριστοδούλου
* Θεόφιλος Γκωτιέ (1811-1872): Γάλλος συγγραφέας οπαδός του ρωμαντισμού