Ημέρ’ ατίμητη, η ανατολή σου
αιώνων σκόρπισε τη σκοτεινιά.
Το φως εφίλησες και το φιλί σου
μια νέα εγέννησε, μια νέα γενιά.
Όρη διασκέλισες, ω θεία Ημέρα,
κι’ άναψ’ ο ήλιος σου την πυρκαγιά
κ’ είπες κι’ ακούστηκες ως πέρα ως πέρα:
«Δες, εξημέρωσε, ξύπνα, ραγιά!»
Με μίαν αχτίδα σου, χρυσό καράβι,
έσχισες πέλαγα δίχως κουπιά
κ’ εβροντοφώνησες: «Ξυπνάτε, σκλάβοι,
νύκτ’ αξημέρωτη δεν είνε πεια!»
Κ’ ευθύς εξύπνισαν οι κοιμισμένοι
και ράκη σέρνοντας ορμούν θεριά
εκεί που αντίκρυσαν να τους προσμένη
η δόξα, ο θάνατος, η ελευθεριά.
Και συ τα ράκη των βάφοντας μ’ αίμα
πορφύρα τάκανες για βασιληά,
διαμάντια εδιάλεξες για κάποιο στέμμα,
αιώνων δάκρυα, σταλιά-σταλιά.
Ημέρ’ ατίμητη, η ανατολή σου
εχρυσοφώτισε γη κι’ ουρανό.
Με γαλανόλευκη στολή στολίσου.
Ημέρ’ ατίμητη, σε προσκυνώ.
Ιωάννης Πολέμης