Η φοροκαταιγίδα που ξέσπασε στην χώρα μας συνεχίζεται με αμείωτη ένταση – Αντί να μειώσει τις κρατικές δαπάνες η δήθεν φιλολαϊκή Κυβέρνηση, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τον Λαό
Στην Γενεύη της Ελβετίας, η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης κυμαινόταν χθες περίπου στα 1,32 ευρώ ανά λίτρο.
Στο Λονδίνο και στο Παρίσι ήταν ελαφρώς ακριβότερη, 1,37 και 1,39 αντιστοίχως.
Πιο φθηνή και από τις τρεις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις είναι η Βιέννη, με την τιμή να προσεγγίζει τα 1,14 ευρώ.
Την ίδια στιγμή, στο μέσο του Αιγαίου, στην Αμοργό, ο πολίτης που θέλει να κινήσει το όχημα του καλείται να πληρώσει τουλάχιστον 1,9 ευρώ ανά λίτρο!
Η φοροκαταιγίδα που ξέσπασε στην χώρα μας πριν από περίπου επτά χρόνια, και συνεχίζεται ακόμη, με αμείωτη ένταση, δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστα τα καύσιμα.
Η φορολόγηση στον εν λόγω κλάδο αυξήθηκε αρκετές φορές, και πλέον είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις διασυνδέσεις του κλάδου με τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας», σημειώνει το ΙΟΒΕ σε πρόσφατη μελέτη πού εξέδωσε, «εκτιμήσαμε ότι σχεδόν 1,8 δισ. ευρώ προστιθέμενης αξίας και 42.400 θέσεις εργασίας σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την εμπορία καυσίμων στην Ελλάδα».
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, και προκειμένου να μην μειώσει ούτε κατ’ ελάχιστο τις κρατικές δαπάνες, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων επέλεξε να επιβαρύνει έτι περαιτέρω το κόστος της βενζίνης, του πετρελαίου και του υγραερίου, κάτι το οποίο δεν πλήττει φυσικά μόνο τις εταιρείες και τα πρατήρια υγρών καυσίμων.
«Οι αυξημένες τιμές καυσίμων οδηγούν σε αύξηση του κόστους μεταφοράς, το οποίο μετακυλίεται στις τιμές των προϊόντων», σημειώνει το ΙΟΒΕ.
Η εδαφική μορφολογία της χώρας μας, το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, η έλλειψη αξιόπιστων σιδηροδρομικών μεταφορών και μια σειρά άλλων παραγόντων συντελούν στην διακίνηση αγαθών κατά κύριο λόγο μέσω φορτηγών.
Ο ήδη εξουθενωμένος από την κρίση μικρομεσαίος επιχειρηματίας, αγρότης κ.λπ. επωμίζεται πλέον αυξημένο κόστος για την μεταφορά των προϊόντων του, τόσο εντός, όσο και εκτός της χώρας.
Η πολλάκις τρωθείσα ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών εταιρειών δέχεται ένα ακόμη -μονίμου χαράκτηρα-πλήγμα.
-Ε-