Όταν η παραίτηση υποβάλλεται λόγω του ψυχικού βάρους που αισθάνεται ο παραιτούμενος, δεν υπάρχει επιστροφή
Είσαι ένας από τους χαροκαμένους συγγενείς, που ψάχνουν να βρουν τον άνθρωπό τους.
Και δεν τον ψάχνουν πλέον στην θάλασσα ή στα καμένα.
Τον ψάχνουν στα ψυγεία του νεκροτομείου.
Εκεί όπου τα πτώματα (και όχι οι «σοροί», σορός είναι το νεκρό σώμα με το φέρετρο) δεν έχουν χαρακτηριστικά και ή ταυτοποίησή τους είναι γρίφος δυσεπίλυτος.
Εκεί όπου η συντριβή είναι το μοναδικό συναίσθημα…
Και σε εσένα, πού πλήρωσες με το ακριβότερο τίμημα την απώλεια των δικών σου ανθρώπων, ουδείς έχει το δικαίωμα να απευθύνει «ύβριν».
(Ύβρις: η βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων.
Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμήτου [σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική], συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην Ανθρώπινη δράση- θεωρείτο ότι διέπραττε «ύβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομειωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και την εξαγρίωσή τους.)
Κάθε πολίτης με αντίληψη και κρίση, ο οποίος έσπευσε να παρακολουθήσει σε ώρα μεγάλης τηλεθεάσεως (prime time) την συνέντευξη Τύπου των υπουργών και των Αρχηγών της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής, περίμενε να ακούσει δύο πράγματα:
– Σαφή και κατηγορηματική έκφραση «συγγνώμης» των υπευθύνων προς τους πολίτες.
– Σαφή και αναλυτική παρουσίαση των ενεργειών κατά την «πλέον πολύνεκρη δασική πυρκαϊά στην μεταπολεμική Ευρώπη» («Times» του Λονδίνου).
Και άντ’ αυτών ο πολίτης, ο οποίος από το υστέρημά του πληρώνει το σπάταλο και ανάλγητο κομματικό κράτος, είδε να υψώνεται ο στίχος του Βάρναλη και να καλύπτει την οθόνη της τηλεοράσεως, με μαύρα γράμματα, σε πύρινο φόντο.
«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα»…
Δεν είμαι «φαν» του Νίκου Δήμου, αλλά εκείνη την ώρα καρφώθηκε στο μυαλό μου ο τίτλος του επιτυχημένου του βιβλίου: «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας».
Δεν υπήρξα ποτέ ακραίος, δεν υπήρξα ποτέ φανατικός. Αλλά ετούτο το χάλι, πρώτη φορά το είδα.
Έναν υπουργό (στρατηγό με γαλόνια) να λέει ότι «δεν μπορεί να βρει λάθος, όσο κι αν ψάχνει», αλλά ταυτόχρονα να δηλώνει ότι υπέβαλε την παραίτησή του, η όποια δεν έγινε αποδεκτή.
Αφού όλα έγιναν σωστά, προς τί, άραγε, η παραίτηση; Όταν η παραίτηση υποβάλλεται λόγω του ψυχικού βάρους που αισθάνεται ο παραιτούμενος, δεν υπάρχει επιστροφή.
Έναν αρχηγό της Πυροσβεστικής, ο τρίτος κατά σειράν εντός τριετίας (για ποιό λόγο, αλήθεια, τόσες αλλαγές;) να δηλώνει μεν «δυστυχισμένος», αλλά να καταλογίζει όλες τις «ευθύνες» στην κλιματική αλλαγή και στην ταχύτητα της φωτιάς.
Θα μου επιτρέψει και ο αρχηγός της Αστυνομίας να δηλώσω ότι δεν πολυκατάλαβα τί ακριβώς έγινε ούτε πότε και αν εδόθη εντολή εκκενώσεως της περιοχής.
Ας μου επιτραπεί να δηλώσω επίσης ότι η τηλεοπτική συνέντευξη-ύβρις κατέρριψε και τον μύθο περί «επικοινωνιακής υπεροχής» της κυβερνήσεως.
Μακάρι να μην έχουμε και άλλο παρόμοιο εγχείρημα.
Δημήτρης Καπράνος