Για να φθάσω στα γραφεία της Ε.Θ. και να παραδώσω το γραφτό της Πέμπτης (γιατί βλέπετε είμαι στούρνος στο ηλεκτρονικό παράδοσης και προτιμώ το παραδοσιακό χαρτί-μολύβι, χέρι με χέρι) περνάω από κεντρικούς δρόμους της μεσοαστικής Αλεξ/πολης.
Ακολουθώ, Κυρίλλου κόβω προς Μαζαράκη ευθεία για το αζιμούθειο της κεντρικής Βενιζέλου.
Σειρές πολυκατοικιών, χτισμένες στις δεκαετίες του 1970 και 1980, από εκείνες με τις στριμωγμένες εισόδους ώστε να αφήσουν στο ισόγειο χώρους ελεύθερους για μαγαζιά.
Ενίοτε, περνάω και από την Κομνηνών, κόβω την Αίνου και ντουγρού για Βενιζέλου.
Ίδια οπτική απεικόνιση με τις προηγούμενες.
Παρατηρώ εδώ και καιρό σε μπαλκόνι μιας από αυτές να ανεμίζει μόνιμα η σημαία της Κούβας προφανώς εις μνήμη του Φ. κάστρο.
Πάνω ακριβώς από ένα σουβλατζίδικό με έναν γιγάντιο γύρο από χαρτόνι στην είσοδό του.
Αυτή η συγκατοίκηση του ονείρου με την πραγματικότητα με έκανε αίφνης να συνειδητοποιήσω ότι εδώ και πολλά χρόνια παρατηρώ συστηματικά τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών στην Αλεξ/πολη.
Και όχι μόνο στους δρόμους που προανέφερα, αλλά σε κάθε μικροαστική γειτονιά ακόμη και στα πολύ «ΧΑΪ» σημεία της πόλης.
μπαλκόνια μεγάλα, μικρά, κάποια ανύπαρκτα, τα περισσότερα από αυτά έχουν μετατραπεί σε υπαίθριες αποθήκες για να σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν η ασφυξία μιας ζωής κάνει πιο ασφυκτικό ένα σπίτι ή το αντίθετο.
Βλέπεις στο μπαλκόνι εκείνες τις ντουλάπες εξωτερικών χώρων σκουριασμένες και σκεβρωμένες από τις βροχές σε αντίθεση με την εγγύηση του κατασκευαστή.
Σκούπες, σφουγγαρίστρες, κουβάδες, παιδικά παιχνίδια και κάτι παλιές καρέκλες στοιβαγμένες.
Ίσως και κανένας καναπές για να βγαίνει η ιδιοκτησία πότε-πότε να κάθεται.
μπαλκόνια με τέντες, σκισμένες φθαρμένες, ελαφρώς σκισμένες κατεβασμένες μέχρι κάτω να κόβουν εντελώς τη θέα του σπιτιού.
Κι αυτό σε εξήγηση που κάνω είναι πιθανόν οι πολύ ηλικιωμένοι δεν θα θέλουν να βλέπουν τους έξω ή και το ανάποδο και οι πολύ νέοι δεν θέλουν να βλέπουν οι έξω τι κάνουν.
Κάπου-κάπου υπάρχει και μιά ντούρα ομπρέλα θαλάσσης ξεχασμένη, να ξεφεύγει η άτιμη λόξα από τα κάγκελα, λες και πρόκειται να αυτοκτονήσει.
Σε μπαλκόνι πολυκατοικίας της οδού Δικαστηρίων, χρόνια τώρα παρατηρώ όποτε πηγαίνω εκεί κοντά στο καφενείο, γλάστρες στηριγμένες από την έξω πλευρά του μπαλκονιού με συρμάτινο νάρθηκα αγγιστρωμένες στην κουπαστή και στο κάγκελο του μπαλκονιού, να κάνουν επικίνδυνες γυμναστικές, οσάκις η νοτιά και ο θαλασσινός αέρας λυσσομανεί κάθετα και οριζόντια στην οδό.
Ευτυχώς ότι δεν μαθεύτηκε μέχρι τώρα, να ξέφυγε καμιά από αυτές και να προσγειώθηκε σε κεφάλι διερχόμενου.
Και αυτή πάλι, την πατέντα με τις κουρτίνες και τα ριντώ από CD για να μην πλησιάζουν τα πουλιά, θα ήθελα να ξέρω ποιος την σκέφθηκε.
Το είδα το σχετικό σκηνικό στην οδό Αίνου.
Όταν πέφτει πάνω τους ο ήλιος, μοιάζουν με καλειδοσκόπια, αλλά γίνεται αντανάκλαση και έρχεται καμιά φορά η ακτίνα σε στραβώνει ενώ περπατάς στο πεζοδρόμιο ή εποχούμενος σε μηχανή, να σε στραβώσει οδηγώντας, με ανυπολόγιστη συνέπεια να φας τα μούτρα σου και να τρέχεις σε ορθοπεδικούς γιατρούς να πληρώνεις απρόβλεπτα, που είναι και φτωχοί άνθρωποι.
Εμ, το άλλο με τις απλώστρες με τζιν παντελόνια στη σειρά και πολλές ανδρικές κάλτσες (γυναικείο εσώρουχο, σουτιέν και κυλότες δεν έχω δει στις απλώστρες αυτές. Ομολογώ).
Τα πιο θλιβερά όμως είναι τα μπαλκόνια των ξενοίκιαστων διαμερισμάτων.
Σχεδόν λυπητερά, έτσι όπως χάσκουν ολόγυμνα, με κατεβασμένα μονίμως τα ρολά, σαν γεροντοκόρες που περιμένουν κάποιον να κάνει το αίμα να ξανακυλήσει στις φλέβες τους.
Και όσο πιο μικροαστική γειτονιά τόσο περισσότερα τα μπαλκόνια με φυτά.
Φυτά που ποτίζονται καθημερινά με κατάβρεγμα κάθε ανυποψίαστου διαβάτη κάτω από το ανθοφορούμενο μπαλκόνι.
Ο
Σχολ-ιαστής