– Στιγμιότυπο πρώτο.
Έξω από το Σουπερμάρκετ «Κρόνος» στη γωνία των οδών Αίνου-Δραγούμη, κάθε φορά που πηγαίνω για ψώνια, βλέπω τελευταία μια γυναίκα να στήνει τον μικρόκοσμο της ανάγκης της, πίσω από τους κάδους απορριμμάτων του δήμου της οδού Αίνου.
Γνώριμη μου ήτανε η φυσιογνωμία της αφού την θυμάμαι από παλιά στη γειτονιά μου που κτυπούσε την πόρτα μου για λίγο ψωμί.
Ατυχήσασα οικογενειακά Αλεξ-πολίτισσα, που είχε χάσει νωρίς τον άνδρα της και το παιδί της σε τροχαίο δυστύχημα και χωρίς άλλους συγγενείς στη ζωή της.
Ηλικία, ανάμεσα στα εξήντα και στο χάος.
Σημάδια, αφού στο πρόσωπό της έχουν αποτυπωθεί έντονα, η ταλαιπωρία και η ανέχεια.
Στρώνει κάθε πρωί στο πεζοδρόμιο του σουπερμάρκετ της Αίνου ένα χαρτόνι όπου κάθεται και μπροστά της ένα άλλο με το πλαστικό κυπελάκι της επαιτείας, πλάι της κάτι σακούλες που άραγε τι έχουν μέσα.
Σου χαμογελάει ντροπαλά και όχι παρακλητικά, πριν της δώσεις τα λίγα ψιλά από τα ρέστα του «Κρόνου».
Είναι σαν να σε ευχαριστεί που ανέχεσαι την παρουσία της, δώσεις, δεν δώσεις.
Προχθές πέρασα από εκεί στρίβοντας από Ι. Δραγούμη την ώρα περασμένου μεσημεριανού.
Να δεις πως δίπλωνε και τακτοποιούσε τα χαρτόνια της, πως μάζευε τις σακούλες, πως καθάριζε τον χώρο της.
Βρε, γαμώτο, αναρωτήθηκα.
λες σαν να νοικοκύρευε καμιά σπιταρόνα ή πάστρευε καμιά σαλοτραπεζαρία Μεζονέτας.
– Στιγμιότυπο δεύτερο.
Η λαϊκή αγορά της Πέμπτης γίνεται πέντε-έξι τετράγωνα πέρα από τη γειτονιά μου τα Μνηματάκια.
Δίπλα στο σκεπασμένο παλιό Ξηροπόταμο του Βανικιώτη που γίνεται το παζάρι και που οδεύει ο δρόμος για την Καλλιθέα υπάρχει ένα αλσύλλιο, καμιά δεκαριά δηλαδή πεύκα και με λίγο, ας το πούμε γκαζόν, στην επιφάνειά του.
Την περασμένη εβδομάδα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, γύρω στα 80 από τη γειτονιά της Απολλωνιάδας πολύ γνωστοί στους γονείς μου, όταν το γεροντάκι παλιός εργάτης για μερεμέτια οικοδομών, τον έπαιρνε ο γέρος μου για μερικά μεροκάματα στο σπίτι.
Πάμφτωχος ανθρωπάκος, αλλά συνεπής, εργατικός και έντιμος.
Γυρίζοντας, λοιπόν, με το μισοάδειο καρότσι τους, το συμπαθέστατο ηλικιωμένο ζευγάρι, είχε στρώσει μια κουβέρτα (κιλίμι) στο γρασίδι και έκανε κάτι σαν πικνίκ με τα μήλα και τ’ άλλα φρούτα που μόλις είχε αγοράσει.
Τους ήξερα ως ανθρώπους της πετσοκομένης σύνταξης -σιγά δηλαδή το μέγεθός της- αλλά είχαν τέτοιο κέφι καθάριζαν τα φρούτα τους, τέτοια χαρά όταν κοιτούσε ο ένας τον άλλον, που σχεδόν κρύφτηκα για να τους παρακολουθήσω στο απέναντι σπίτι (γωνιακό) ιδιοκτησίας του γνωστού Αλεξ-πολίτη Ρακιτζή.
Δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγαν αλλά μου έδωσαν την εντύπωση ότι αυτή ήταν η μοναδική έξοδός τους (άντε και το μπακάλικο της γειτονιάς τους) μέσα στην εβδομάδα.
Μια ψευδαίσθηση διασκέδασης. Λαϊκή σε συνδυασμό με πικνίκ εκ των ενόντων.
Το απολάμβαναν όμως σαν να είχαν πάει την κρουαζιέρα που ονειρεύονταν από τον μήνα του μέλιτος.
Τι με εντυπωσίασε στη γυναίκα του σουπερμάρκετ και στο ζευγάρι του αλσυλλίου;
Ότι φροντίζουν το «τίποτα» του χώρου και της καθημερινότητά τους με τέτοια επιμέλεια λες και είναι το άπαν.
Και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται κατά την γνώμη μου η αξιοπρέπεια περί της οποίας τόσος λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό.
Οι τρεις αυτοί άνθρωποι είναι πολύ πιο αξιοπρεπείς από κάτι τάχα μπλαζέ Κιμπάρηδες ή παρηκμασμένους νεόπλουτους Αλεξ-πολίτες που φωτογραφίζονται μεταξύ τους στις ταβέρνες τις καλές πάνω από πιάτα με αποφάγια. Όλα πληρωμένα από άλλους.
Όπως επίσης και από μαϊντανούς γύρω από επισήμους, Βουλευτάδες, Δημάρχους και Διευθυντάδες σε δεξιώσεις και τελετές, ώστε να πιάσουν στασίδι στις λίστες για τις επόμενες συγκεντρώσεις.
Φορτωμένοι όλοι τους με δανεική μεγαλοπρέπεια και εκχωρημένη συνείδηση.
Άντε τώρα να εξηγήσεις σ’ αυτούς τα λόγια του παλιού Αλεξ-πολίτη διανοούμενου μακαρίτη Γ. ΜΑΜΕΛΗ.
Ότι, δηλαδή αξιοπρεπής είναι αυτός που πληρώνει τα χρέη του στα χαρτιά ακόμη και όταν ξέρει ότι τον έχουν κλέψει.
Ο
Σχολ-ιαστής