Ένα στενάχωρο από καθήκον συμπαράστασης προς τον κολλητό και συμμαθητή μου φίλο Σταύρο τον ΚΟΛΟΥΡΑ όπως τον λέγαμε όλοι στα γυμνασιακά μας χρόνια, έκανα αυτό το ταξίδι στην Αθήνα.
Ταξίδι μνήμης και συλλυπητηρίων για τον απροσδόκητο θάνατο του αδελφού του.
Συνταξιδεύαμε για τον ίδιο λόγο μαζί μ’ άλλον συμμαθητή μας και αυτός κολλητάρι της παρέας Κολούρα.
Το θανατικό της συζήτησης καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ήταν διανθισμένο από πεσιμιστικές παροιμίες.
Και λαϊκές ατάκες θυμοσοφίας.
«Τι είμαστε, χώμα σε χώμα θα μπούμε».
«Ματαιότης τα πάντα ματαιοτήτων».
«Τσέπες δεν έχουν τα σάβανα».
«Μία κακία μένει μόνο».
«Ο θάνατος να ‘τανε μπεκρής, και πάνω στο μεθύσι του να καθάριζε τον χάρο».
Η επωδός από τους στίχους του συμπατριώτη μας Λευτέρη Χαψιάδη με το τραγούδι του Νταλάρα επικαλέσθηκε, με την πένθιμη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα μεταξύ μας λόγια.
Τέτοια ωραία μας είχαν κυριαρχήσει μια ώρα και κάτι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Τέλος πάντων, για κάμποσο τα ξεχάσαμε, αφού στο τσακ προλάβαμε το λεωφορείο των έξι ευρώ για το κέντρο από τον αερολιμένα.
Σαλτάραμε στο όχημα και ελισσόμενοι βρήκαμε θέσεις ανάμεσα στο ακυρωτικό μηχάνημα και στον χώρο αποσκευών.
Πάλι καλά που τα καταφέραμε, ειδάλλως θα έπρεπε για να ισορροπούμε να κρατιόμασταν από τις χειρολαβές από τη μία ήδη πρόφθασε να κρέμεται μία κινέζα με το κινεζάκι της μέσα σε μάρσιπο.
Τώρα ευτυχώς και δύο μαζί με τον φίλο-συνταξιδιώτη, έχουμε φρακάρει και έχουμε τα χέρια μας ελεύθερα.
Το air condition υπολειτουργεί και τα παράθυρα δεν ανοίγουν.
Επιβαίνουμε καλοκαιριάτικα σε τροχοφόρο φούρνο που τρέχει στην Αττική οδό.
Μέσα στον τροχοφόρο πανικό μας, ξαναρχίσαμε την ίντριγκα του θανάτου που στόχευσε εκείνη τη χρονιά πολλούς Αλεξ-πολίτες νέους, με τροχαία ατυχήματα.
Αποκορύφωμα της γενικής συζήτησής μας μέχρι να φθάσουμε στο κέντρο, ήταν η βιολογική εξοντωτική των δικών μας ανθρώπων.
Ευτυχώς το φράγμα του φόβου του θανάτου που διακατείχε τη συζήτησή μας έσπασε όταν μας απέσπασαν την προσοχή, στις θέσεις μπροστά μας, δύο αεροσυνοδοί με στολή εργασίας.
Είναι πολύ νέες και όμορφες, κάνουν αέρα με τα καπελάκια τους, η κόμμωσή τους διατεταγμένη από την εταιρεία, κότσος μέσα σε δίχτυ με πέρλες.
Η μία ξεδιπλώνει την απόδειξη μισθοδοσίας 780 ευρώ μαζί με τις υπερωρίες.
Εξανίσταται και έπειτα ανοίγει το νεσεσέρ με τα καλλυντικά, το οποίο σαν κουτί της Πανδώρας κρύβει λες, κάτω από τις πούδρες και πινέλα ματιών, την ελπίδα.
Η φίλη της, της ρίχνει το πιο γαλίφικό της βλέμμα.
«Θα μου δανείσεις τα μπριγιαντένια σκουλαρίκια σου» την παρακαλεί.
«Μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στον γάμο της ξαδέλφης του».
Γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά. Δεν θέλω να ακούσω τη συνέχεια.
Στην άλλη μεριά αντικρίζω ένα σπαρταριστό σύμπλεγμα.
Δύο άντρες από την υπηρεσία καθαριότητας του αεροδρομίου κάθονται στις καρέκλες και έχουν στα πόδια τους μία συνάδελφό τους, μια νταρντανογυναίκα γύρω στα 40 η οποία χαριεντίζεται και με τους δύο.
«Μισή ώρα μου ‘φαγε η τσιχλόφουσκα κάτω από τον γκισέ. Ήθελα να ‘ξερα ποιος μαλάκας την κόλλησε.
Έτριβα και έτριβα, ξεκολλημό δεν είχε. Στο τέλος την έλιωσα με τον αναπτήρα».
Αφηγείται το ανδραγάθημά της η στρογγυλή γυναίκα.
«Να ζητάς άλλη φορά βάρδια στις τουαλέτες» της λέει ο ένας δον Κιχότης συνάδελφος.
«Να κάνουμε και συντροφιά».
Βραχναίνει, επί το κολάσιμο ερωτικό τη φωνή του.
«Αν έρθει μαζί και ο Παυλάρας ο τοκματζής, μετά χαράς».
Κλείνει το μάτι εκείνη στον έτερο καρπερό ερωτύλο, ο οποίος παίρνει θάρρος και της χουφτώνει το μπούτι.
Του το κόβει ακαριαία, του σπρώχνει θιγμένη δήθεν το χέρι.
Ξεκαρδίζονται έπειτα κουτσομπολεύοντας την προϊσταμένη τους, που τα έχει κατά φαντασίαν με τον πιλότο.
Ο υπόλοιπος πληθυσμός του λεωφορείου λαγοκοιμάται, σερφάρει ατέρμονα τα κινητά, χάσκει.
Ένας καρδαμωμένος νεαρός τεντώνει το μπράτσο του για να ξεπιαστεί.
Ο Ολυμπιονίκης δαφνοστεφανωμένος πολεμιστής, το έμβλημα του Συλλόγου ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, με άλυκο κατακόκκινο χρώμα ΤΑΤΟΥΑΖ στο άλλο μπράτσο του, προσδίδει την ομαδική του ταυτότητα.
Ένας παπάς στο διπλανό κάθισμα μας ρωτάει για τον σκοπό του ταξιδιού μας.
Τον ενημερώνουμε μέσες-άκρες.
«Σας προτείνω -μας λέει- σε τέτοιους απροσδόκητους θανατικούς να ζητήσετε από το τεθλιμμένο σπίτι που θα πάτε, μία σουπίτσα χωρίς λιπαρά, για να απαλύνει το αίσθημα απώλειας του συγγενούς.
Μετά την τελετή της κηδείας χτυπήστε και δύο απανωτά κονιάκ. Το οινόπνευμα μετριάζει το παζλ της μνήμης του λυπητερού γεγονότος».
Την ίδια ακριβώς στιγμή με το κήρυγμα του παπά, ανοίγουν με έναν ήχο σαν ρέψιμο και οι δύο πόρτες του λεωφορείου
Πεταγόμαστε έξω ταυτόχρονα με τον συνταξιδιώτη-φίλο στη Λεωφόρο Μεσογείων.
Το επιθύμιο αναβοσβήνει στη βιτρίνα ενός ψαγμένου, καλό φαίνεται, γραφείου κηδειών.
Για τον πελάτη μας φροντίζουμε το άριστον περιποιητικόν της κηδείας. Περάστε στο γραφείο μας για περισσότερες λεπτομέρειες. Μην ξεχνάς ότι ΖΕΙΣ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ».
Δεν μπορούμε να πούμε.
Φτάσαμε στην Αθήνα με τέτοιο φινάλε της διάθεσης.
Ήμαρτον Κύριε !!
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής