Έτσι, σαν πρόλογο.
Το περιγραφόμενο πιο κάτω ευτράπελο, ίσως κατατάσσεται στα τραγελαφικά επεισόδια, αλλά είναι αληθινό πέρα για πέρα και συνέβη πριν κάμποσα χρόνια σε κεντρικό σημείο της Αλεξανδρούπολης.
Μερικοί συμπολίτες μας το επιβεβαιώνουν, όταν έτυχαν παριστάμενοι-διερχόμενοι τότε από εκεί, όπως και το θυμούνται οι πλησίον γείτονες και καταστηματάρχες.
Εξάλλου, υπάρχει η έγκριτος μαρτυρία των τριών δραστών, μιας παρέας φλατ φίλων, που ήταν οι κεντρικοί ήρωες.
Βασικό στοιχείο του όλου ευτράπελου, ήταν βέβαια το θύμα, το εξιλαστήριο πρόσωπο της χοντροκομμένης «πλάκας».
Τον λέγανε Κυριάκο (το βαπτιστικό του), ένας τσουρωποτός νέος, γραφικός τύπου ζαβού, απερίγραπτος και τα «ΛΑΔΙΑ» που έχανε ήταν αρκετά.
Όμως, στην πιάτσα, λίγοι τον ξέρανε Κυριάκο με το όνομα. Τον γνωρίζανε και τον κράζανε με παρατσούκλι, προσωνύμιο, ένα ξενόφερτο πομπώδες όνομα, που το έφερνε μαζί του πάντα «γάντι».
Λέγεται ότι ο νέος νονός του, ήταν κάποιος ευφάνταστος γείτονας που είχε είδωλο του τον συγγραφέα του περίφημου μπεστ-σέλλερ βιβλίο «Το κελί 31» πούγινε και κινηματογραφική ταινία.
Έτσι τον απεκάλεσε μια φορά σ’ ένα παιχνίδι φασαρίας των παιδιών της γειτονιάς και από τότε τούμεινε για πάντα παρατσούκλι.
Είχε ο Κυριάκος και το μικρόβιο της παλαβομάρας και συνάμα το γονιδιακό κληροδότημα από τον δυσπρόσιτον γραφικό παππού του, που ήταν το «ψώνιο» της ψαραγοράς, δεν ήθελε πολύ να γίνει αποδέκτης του νέου ονόματος.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, ο Κυριάκος δούλευε τσιράκι σαν ντελίβερι μεταφοράς προϊόντων των μαγαζιών της οδού Εμπορίου, στα σπίτια των πελατών, οδηγώντας ένα παμπάλαιο ποδήλατο.
Αφεντικό του ήταν ο ζαρζαβατζής Τρυπάκης , ενίοτε και ο Βαγγέλης Βουτσινάς. Αλλά εξυπηρετούσε κι άλλα αφεντικά της οδού (χασάπηδες, μπακάληδες, ποτοποιούς, ζαχαροπλάστες).
Τελειώνοντας τον πρόλογο, επισημαίνω ότι επελέγη το ευτράπελο (όλο το αφηγηματικό τιράζ) να παρουσιαστεί έτσι για πρωτοτυπία από τον γράφοντα σαν θεατρικό δοκίμιο, σαν σκετς παράστασης, χωρίς αυλαία, ριντώ και κουϊντες.
Πιστεύοντας ότι έτσι γίνεται πιο συναραπαστικό, παραστατικό και γουστόζικο.
Αν ντύθηκε και με λίγη καλολογική σάλτσα το όλο κείμενο, αυτό το επιτρέπει και η εφημερογραφική άδεια, και ο κειμενοκριτικός αναγνώστης και χρόνια φίλος, ο Γιώργος Αλεπάκος, καλός δικηγόρος και COOKMAN συλλέκτης φωτογραφικών ενσταντανέ της παλιάς Αλεξανδρούπολης.
Α! Και κάτι ακόμα.
Θα περιμένω επικοινωνία με τον αγαπητό μου μακαντάσι Άκη τον Αγγλιά, μήπως τυχόν μου διέφυγαν κάποιες άλλες σκηνές από το περιγραφόμενο ευτράπελο, αφού ο ίδιος είχε προσωπικά τις πρώτες εικόνες. Πάμε λοιπόν στο πρώτο ταμπλώ και πρώτο φόντο.
ΤΑΜΠΛΩ 1ο
ΣΚΗΝΗ 1η (εμφανιζόμενα)
Πρόσωπα, καταστάσεις, περιβάλλον
Η εμπορική κίνηση της οδού Εμπορίου, σ’ ένα δευτεριάτικο καλοκαιρινό πρωινό.
Παρατηρείται ένας κάποιος πανικός, ένας αναβρασμός, φωνές δυνατές, διαταγές, αντεγκλήσεις, διαφωνίες και μπινελίκια.
Στην άκρη του ρείθρου, δίπλα στο μανάβικο του Τρυπάκη, σταθμευμένο ποδήλατο βαρύ, Γερμανικής μάρκας BAUMAN, ολίγον τι σαραβαλέ.
Περιμένει υπομονετικά φόρτωμα.
Την πραμάτεια των φορτίων-παραγγελιών δίπλα στα πετάλια του ποδηλάτου.
Τα αφεντικά με σειρά, Τρυπάκης, Βουτσινάς φροντίζουν τον έλεγχο της λίστας, τις αποστολές και τις διευθύνσεις πελατών.
Αναμένεται και το συμπληρωματικό φόρτωμα της μιας μεταφοράς από τους δίπλα και απέναντι, κρεοπώλες, μπακάλη και ορντινάτσα ποτοποιού Μαλαματίνα, αφού αντέχει το υποζύγιο της σαμπρέλας.
Ο ποδηλάτης-αναβάτης-μεταφορέας ΚΥΡΙΑΚΟΣ κάπου βόσκει με κάτι άλλα πειρακτήρια-αλάνια της πιάτσας, βρίζοντας τον «ΠΟΥΤΗ» διαιτητή του χθεσινού αγώνα του ΕΘΝΙΚΟΥ.
Φορτώνεται το μπάουμαν με καρπούζια, πεπόνια, λαχανικά, βιδέλα, μπριζόλες, κιμάδες, αυγά, βούτυρα, τυριά, ηδύποτα, ρετσίνες και άλλα εδώδιμα και αποικιακά, από την μεταλλική καλαθούνα μπροστά στο τιμόνι μέχρι τις σχάρες στα πλαϊνά και το πίσω μέρος του ποδηλάτου. Φορτία χωρίς συμπόνια, στο τροχοφόρο υποζύγιο.
Εντολή επιλοχία διατεταγμένου απ’ όλα τα μπος (αφεντικά) προς τον εμπορόγατο Κυριάκο για την αναχώρηση εποχούμενος του μπάουμαν για την παράδοση των παραγγελιών στα σπίτια πελατών.
Δρομολόγιο από την Εμπορίου καρφί καθόδου 14ης Μαΐου και Αίνου, στο ύψος του σημερινού κρεοπωλείου του κ. Δευτεραίου.
Στο σημείο αυτό και στη γωνία, υπήρχε κείνη την εποχή μια λαϊκή απολιφατική ταβέρνα (ουζερί-ψητοπωλείο).
Με παλιδρομικά οκτάρια-σλάλομ μη ελεγχόμενης οδήγησης του ποδηλάτου λόγω φορτίου και με σχετικά μπινελίκια και βρισιές του αναβάτη γραφικού Κυριάκου, συμπληρώνεται το αμπίρ ταμπλώ, φθάνοντας στα έναντι της ταβέρνας.
ΤΑΜΠΛΩ Νο 2
ΕΙΚΟΝΑ 2η
Εδώ, θεατρικά το ταμπλώ λέγεται βιζάτ και η εικόνα, Ντεκ σκηνή.
(Κάτι από σκηνικά, ξέρει ο γράφων, αφού στα γυμνασιακά του χρόνια, μαζί με τον κολλητό του συμμαθητή Κολούρα, φιλοτεχνούσαν τα σκηνικά στις σχολικές παραστάσεις).
Μέσα, λοιπόν, στην αποπνιχτική ταβέρνα της οδού 14ης Μαΐου, η εικόνα εστιάζεται σε μια νεαρή παρέα τριών νέων ξεχωριστών.
Είναι παιδιά γνωστά στη νεολαία της πόλης που δεν τσακίζουν «φρύδι» προκειμένου να κάνουν χοντρή φάρσα σ’ όποιον στοχοποιούν.
Είναι αρκούντως ευρηματικοί στο είδος της πλάκας της πρωτότυπης και απρόβλεπτης.
Χαμηλόφωνα συζητούν, διαφωνούν, απαντούν, συμφωνούν με ατταβιστική προδιάθεση, λες και πρόκειται για μυστικοσυμβούλους επιτροπής.
Πρόκειται για προετοιμασία σχεδίου Π.Ε.Φ. που αποκωδικοποιημένα σημαίνει «Περιστασιακή Έκτακτη Φάρσα».
Τα χαριτωμένα αυτά παιδιά της παρέας ξεχωρίζονται διαφορετικά μεταξύ τους.
Ο ψηλόκορμος νευρώδης γαλανομάτης Άκης, φοιτητής Νομικής, φέρελπις νέος με προσόντα αριστείας γνώσης, ταλέντου ζωγραφικής, μουσικής και παραγωγής σπαρταριστικών ανεκδότων.
Ο εύσαρκος Γιάννης Ν., πρώτο μπόϊ, με άτσαλο σωματικό κινητικό, τσατίλας σε θέματα αντιδικίας, με απατηλό προφίλ στο καπλαμέντο της μπλόφας πάνω στην τσόχα της τράπουλας, αλλά με υπεραιμία στα αθλητικά ερασιτεχνικά μπάσκετ και τένις. Ακαθόριστος στο τελείωμα της πλάκας.
Το τρίτο «ζαγάρι» της παρέας, ο Χρήστος του Αυγέρη, ο ενσαρκωτής της εγκληματικής πραγμάτωσης για φάρσα άπονης και απάνθρωπης χωρίς κριτήρια συμπόνιας.
Λαϊκό παιδί ο Χρηστάκης από τα Μνηματάκια, μαχαλάς που οι μάγκες του καθότανε μακριά από εξάτμιση, μην τους θαμπώσει το σκαρπίνι.
3ο ΤΑΜΠΛΩ
ΠΡΑΞΗ 1η
Πάλι στο εσωτερικό της ταβέρνας με τα ίδια πρόσωπα της παρέας, που ασχολούνται πυρετωδώς με το προσχέδιο της Π.Ε.Φ.
Μια πατσαβουρέ μαλαστούφα από αφρολέξ, διαστάσεων μεγάλης επιφανείας, δανειζόμενη από τον κάπελα της ταβέρνας που την χρησιμοποιεί για τον καθαρισμό του πάγκου, είναι στα χέρια της παρέας.
Οι αφιλότιμοι, ο ένας μετά τον άλλον κατά σειρά προσθέτουν στο ήδη φλομωμένο από ακάθαρτα πατσαβούρι. Τελειωμένα σαλατικά, μουστάρδες, πολτούς λιπαρών ψησταριάς, υπολειμμάτων λάντσας, απορρυπαντικών και λιμναζόντων κατάβρεξης δαπέδου.
Η βαριά πλέον μαλαστούφα ζυγίζεται στο χέρι του πρώτου πυροβολητή Άκη που παρακολουθεί τον δρόμο από την ανοιχτή πόρτα του μαγαζιού, που την συγκρατεί ο Χρηστάκης.
Ο σωματώδης Γιαννάκης κρατώντας μεταλλικό κουβά του WC, υπερχειλισμένο με απόνερα λαβομάνου και λεκάνης αποχωρητηρίου, βρίσκεται ήδη πάνω στην έξω μαρκιζίτα της πρόσοψης, ανεβαίνοντας ταχέως την εσωτερική σκάλα.
ΠΡΑΞΗ 2η
(ΦΙΝΑΛΕ)
Το «κλου» φινάλε, φθάνοντας στο σασπένς, βρίσκει ποδήλατο, φόρτωμα και τον γραφικό μπακαλόγατο αναβάτη-μεταφορέα στο σημείο ρεπέρ που λένε στο πυροβολικό, δηλαδή σε νοητή ευθείας απόστασης της θέσης παρακολούθησης και στόχου.
Το αθλητικό σπριντ από την ανοιχτή πόρτα του γρήγορου φοιτητή Άκη, φθάνει στο μέτρο με τον ποδηλάτη-στόχο.
Η κραδαίνουσα παραγεμισμένη σφουγγαρομαλαστούφα, εκτοξεύεται από το χέρι του νέου σε χρόνο ντε-τε ασμουθίου.
Γαντζώνεται προσγειωμένη ολοκληρωτικά στο γραμμικό σχήμα όλου του προσώπου του αιφνιδιασμένου ανύποπτου Κυριάκου από αυτί σε αυτί και λαιμό μέχρι κεφαλοκορφή.
Τα άθλια βρωμιούχα υλικά της πατσαβούρας δεν λέγανε να ξεκολλήσουν από την μούρη του πεσμένου αναβάτη.
Κατάχαμα, σκορπισμένα και διαμελισμένα όλα, τα παράταιρα εμπορικά του φορτίου με τα επακόλουθα τους.
Με την απελευθέρωση της σφουγγάρας από το πρόσωπο, το ανασηκωμένο θύμα, αναπολών ηλιθίως τα σκόρπια κατεστραμμένα προϊόντα του δρόμου, χιμάει απεγνωσμένα προς τον οπισθοχωρούντα δράστη, ο οποίος προχωρά επιτηδευμένα αργά για το έμπα της εισόδου, ώστε βάσει σχεδίου της Π.Ε.Φ. να βρεθεί ο καταδιώκων μπακαλόγατος σε θέση καθέτου βολής, από τον αναμένοντα πάνω στη μαρκίζα μαζί με τον βαρύ κουβά, ο προσμονών Γιαννάκης.
Εκεί, η επιτυχία της εκτόξευσης ήταν αρκούντως ικανοποιητική, αφού τα απονέρια βρωμόνερα κατέβρεξαν ολόσωμα τον διώκτη και το μεταλλικό κέλυφος του δοχείου βρέθηκε σφηνωμένο ανάποδα στο κεφάλι του.
Η ιλαροτραγωδία έληξε με μισοκάρπουζο των επί του δρόμου κατεστραμμένων ζαρζαβατικών και φρούτων.
Με την απελευθέρωση του κουβά, το τρίτο αλάνι, η αλεπού Χρηστάκης του Αυγέρη, παρτιζάνικος νέος απρόβλεπτος, εκτόξευσε το ώριμο μισοκάρπουζο, που βρήκε στο σταυρό του προσώπου, τον Κούλη.
Κατόπιν του τριπτύχου σπονδυλωτού αυτού θεάματος, οι παρακολουθούντες πολίτες θεατές, ακόμα και σήμερα το θυμούνται και απορούν χαμογελώντας.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής