Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Από το κρεοπωλείο της οδού Ιωακείμ Καβύρη, εκείνο που βρίσκεται απέναντι από τα Εγγλέζικα μνήματα και στο ύψος της παιδικής χαράς με το μεγάλο πλατάνι, βγήκε κρατώντας τη σακούλα με τα κρεατικά της αγοράς του, ο κάτοχος ενός πανάκριβου αυτοκινήτου που το είχε παρκάρει κοντά στο ρείθρο του μαγαζιού.
Την ίδια στιγμή, ένα αδέξιο σουτ από κάποιο μελλοντικό φουτμπολίστα μπόμπιρα, οκτώ ή δέκα χρόνων και η μπάλα βρέθηκε από την αγωνιστική παιδική χαρά που γινόταν το παιδικό ματς, διασχίζοντας τον δρόμο, να σταματά στη μπροστινή ρόδα του ακριβού αμαξιού.
Δύο μικροί συνομήλικοι, συμπαίκτες μαζί με τον άστοχο σουτέρ, πήδηξαν αστραπή τα χαμηλά ξύλινα της περίφραξης, φθάσανε γρήγορα κοντά στο αυτοκίνητο, όταν είδαν ότι η μπάλα τους μαζεύτηκε από τον μεσήλικα οδηγό, κρατώντας την με τη σακούλα των κρεατικών στο ένα χέρι.
Από το ανοιχτό παράθυρο του συνοδηγού, που καθότανε η λουσάτη σύζυγός του, παρέδωσε σ’ αυτήν και τα χασαπικά και τη μπάλα.
– «Κύριε, κύριε, τη μπάλα μας φώναξαν» ξαφνιασμένα τα παιδιά, βλέποντας το κλέψαντα οδηγό να βάζει μπρος το αμάξι του φεύγοντας.
Τα είχαν χάσει κυριολεκτικά οι προστρέξαντες μπόμπιρες μ’ ότι είδαν από την ακαταλαβίστικη αρπαγή και με παρακλητική προσφώνηση, «κύριε, κύριε τη μπάλα μας» αντί να τον κράξουν και να τον στολίσουν με εκείνη την τρισύλλαβη λέξη του «ΜΑΛΑΚΑ» που πολλά αποδίδει και σημαίνει.
Υπάρχει βέβαια το ερώτημα, τι την ήθελε την μπάλα αυτός ο αυτοκινητοκένταυρος που σίγουρα θα την έδινε στα παιδιά του ή θα διασκέδαζε στα πικ νικ παίζοντας περιχαρής ποδόσφαιρο με άλλους ταπεινούς φίλους του κατηγορίας της χειροπρακτικής αυτάρκειας του Αυνάν.
Γιατί αναρωτιέμαι, αν ένας πραγματικός κύριος σωστός της κοινωνικής συνθήκης αξιοπρεπείας οιασδήποτε κοινωνικής τάξης, θα προέβαινε σε τέτοια καταβόθρα μικροαστικής βουλιμίας πράξη;
Γιατί όχι μόνον ο πραγματικός κύριος θα επέστρεφε την μπάλα ευλαβικά στα παιδιά, αλλά και πριν τα αποχαιρετήσει σαν μεγάλος φίλος, θα έκανε και κάνα-δυο σουτάκια για να θυμηθεί και αυτός τα νιάτα του μαζί με τους μικρούς.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής