Προσπάθησα να θυμηθώ τα μάτια της.
(Ήταν στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια)
Μόλις που τα θυμούμαι…
Ήταν θαρρώ μαβιά.
Θυμήθηκα όμως τα χείλη της,
γιατί κάθε φορά που με μιλούσε,
τα ‘νοιωθα τόσο κοντά μου.
Κτυπούσε η καρδιά και θόλωνε ο νους.
Το σώμα της ψηλό σαν κυπαρίσσι,
τόνιζε έντονα την παρουσία της.
Κάποια φορά έμεινε κοντά μου,
δε θυμούμαι για πόσο,
αλλά έδειχνε να μην καταλαβαίνει…
Όταν προσπάθησα να πιάσω το χέρι της,
μ’ απώθησε.
Τα χείλη της δε μ’ άφησε να τα χαρώ.
Μόνο τα μάτια της,
που μέσα τους λαμποκοπούσε.
σα φλόγα η ανάσα της,
μου μίλησαν, μου γέλασαν, τραγούδησαν για μένα
δαμασμένα μου δόθηκαν.
Το δέχτηκα.
και βάλθηκα μέσα απ’ τα μάτια της
να πιω, κάτι απ’ την γυναικεία της ανάσα.
Γι’ αυτό και τα θυμήθηκα.
Ναι, τα θυμούμαι: ήταν μαβιά…
Κυρ. Χαραλαμπίδης
Αλεξανδρούπολη